Έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών για το νομοσχέδιο «Ο
περί της Σύστασης και Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης
Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως Νόμος του 2007» Παρόντες:
Ιωνάς Νικολάου, πρόεδρος |
Ανδρέας Αγγελίδης |
Τάσος Μητσόπουλος |
Νικόλας Παπαδόπουλος |
Αριστοφάνης Γεωργίου |
|
Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών μελέτησε το υπό αναφορά
νομοσχέδιο σε μεγάλο αριθμό συνεδριών της, που πραγματοποιήθηκαν στο
χρονικό διάστημα μεταξύ 29ης Νοεμβρίου 2007 και 15ης Απριλίου
2010. Στα πλαίσια των συνεδριάσεων αυτών
κλήθηκαν και παρευρέθηκαν ενώπιον της επιτροπής ο Υπουργός Οικονομικών
και εκπρόσωποι του ίδιου υπουργείου, εκπρόσωποι του Υπουργείου Εμπορίου,
Βιομηχανίας και Τουρισμού, της Υπηρεσίας Ανταγωνισμού και Προστασίας
Καταναλωτών του ίδιου υπουργείου, του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα
της Δημοκρατίας, της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου,
η Έφορος Ασφαλίσεων και εκπρόσωποι της Υπηρεσίας Ελέγχου
Ασφαλιστικών Εταιρειών, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, της Υπηρεσίας
Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών, του Συνδέσμου Τραπεζών
Κύπρου, του Συνδέσμου Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου, του Κυπριακού
Συνδέσμου Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΣΕΠΕΥ), του
Association of Cyprus International Investment Firms (ACIIF) Ltd, του
Κυπριακού Συνδέσμου Καταναλωτών, της Παγκύπριας Ένωσης Καταναλωτών και
Ποιότητας Ζωής και του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου.
Σκοπός του νόμου που προτείνεται είναι η δημιουργία νομικού πλαισίου
για τη σύσταση και λειτουργία ενιαίου φορέα εξώδικης επίλυσης διαφορών
χρηματοοικονομικής φύσης, σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζονται στη
Σύσταση με αριθμό 98/257/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ημερομηνίας 30
Μαρτίου 1998, σχετικά με τις αρχές που διέπουν τα αρμόδια όργανα για την
εξώδικη επίλυση των διαφορών κατανάλωσης.
Επισημαίνεται ότι η δημιουργία θεσμού για την εξώδικη επίλυση
διαφορών χρηματοοικονομικής φύσης δεν αποτελεί δεσμευτική υποχρέωση για
τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγω του ότι οι Συστάσεις της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν αποτελούν δεσμευτικό κοινοτικό κεκτημένο/δίκαιο.
Ειδικότερα, ο προτεινόμενος νόμος αποσκοπεί στην ίδρυση φορέα
που θα επιλαμβάνεται παραπόνων καταναλωτών υπηρεσιών
χρηματοοικονομικής φύσεως εναντίον χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων,
παρέχοντας τη δυνατότητα διαμεσολάβησης για φιλικό και εξώδικο
διακανονισμό τυχόν διαφορών μεταξύ τους κατά τρόπο επαρκή, δίκαιο και
αμερόληπτο, ακολουθώντας διαφανείς, γρήγορες και αποτελεσματικές
διαδικασίες και με γνώμονα τη διασφάλιση των συμφερόντων των
καταναλωτών.
Οι πρόνοιες του νομοσχεδίου όπως αυτό κατατέθηκε αρχικά,
σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση που το συνοδεύει,
συνοψίζονται, μεταξύ άλλων, στα ακόλουθα:
1. Ο φορέας είναι νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου και αποτελείται
από το διοικητικό συμβούλιο, το χρηματοοικονομικό επίτροπο, το βοηθό
χρηματοοικονομικό επίτροπο και το προσωπικό που εργοδοτείται από το
φορέα.
2. Ο φορέας διοικείται από εξαμελές διοικητικό συμβούλιο, το
οποίο διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο και απαρτίζεται από τους
ακόλουθους:
α. Τον επικεφαλής κάθε αρμόδιας
εποπτικής αρχής ή εκπρόσωπό του, δηλαδή της Κεντρικής Τράπεζας της
Κύπρου, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και
του Εφόρου Ασφαλίσεων.
β. Τον Έφορο της Υπηρεσίας Εποπτείας
και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών ή εκπρόσωπό του ως εκπρόσωπο
του Υπουργού Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού.
γ. Έναν εκπρόσωπο όλων των
χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων και έναν εκπρόσωπο των καταναλωτών
χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.
3. Το διοικητικό συμβούλιο διορίζει το χρηματοοικονομικό επίτροπο
και το βοηθό του για πενταετή θητεία και με δυνατότητα μόνο μιας
ανανέωσής της. Επιπλέον, εφορεύει τη λειτουργία του φορέα χωρίς να
μπορεί να επέμβει στο χειρισμό των παραπόνων από το
χρηματοοικονομικό επίτροπο.
4. Καθορίζονται τα κριτήρια επιλογής του χρηματοοικονομικού
επιτρόπου και του βοηθού του, καθώς και οι όροι εργοδότησής τους. Οι
θέσεις του χρηματοοικονομικού επιτρόπου και του βοηθού του είναι
θέσεις πλήρους απασχόλησης και υπάρχουν
περιορισμοί σχετικά με την ιδιότητα και τα ουσιώδη συμφέροντα τόσο
των ιδίων όσο και των στενών συγγενικών τους προσώπων.
5. Ο χρηματοοικονομικός επίτροπος επιλαμβάνεται παραπόνων κατά
επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο χρηματοοικονομικό τομέα. Οι
όροι εργοδότησης του προσωπικού του φορέα αποφασίζονται από το
διοικητικό συμβούλιο του φορέα.
6. Δικαίωμα υποβολής παραπόνων έχουν φυσικά πρόσωπα, νομικά
πρόσωπα με καθορισμένο ετήσιο κύκλο εργασιών, φιλανθρωπικά ιδρύματα
με ετήσια έσοδα μέχρι ενός καθορισμένου ποσού και καταπίστευμα με
καθορισμένο καθαρό ενεργητικό.
7. Καθορίζεται η διαδικασία υποβολής και εξέτασης παραπόνων.
8. Τα κύρια έσοδα του φορέα προέρχονται από την ατομική εισφορά
που καταβάλλει κάθε χρηματοοικονομική επιχείρηση για κάθε παράπονο
που υποβάλλεται εναντίον της, την πάγια
ετήσια εισφορά από κάθε επιχείρηση ανάλογα με το μέγεθος ή και το
εύρος των δραστηριοτήτων της και τα δικαιώματα ανά παράπονο που θα
πληρώνει ο καταναλωτής που υποβάλλει παράπονο.
Σημειώνεται πως η σύσταση και λειτουργία του φορέα δε θα επιφέρει
δημοσιονομικό κόστος για το κράτος, αφού τα έξοδα από τη σύσταση και
λειτουργία του αναμένεται να καλύπτονται πλήρως από τα πιο πάνω
έσοδα.
9. Ο χρηματοοικονομικός επίτροπος συντάσσει ετήσια έκθεση για τις
δραστηριότητές του, η οποία δημοσιεύεται και περιλαμβάνει μεταξύ
άλλων τα ονόματα των χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων που δεν έχουν
αποδεχθεί τη δεσμευτικότητα των αποφάσεών του ή δεν έχουν αποδεχθεί
ή εφαρμόσει τις γραπτές αποφάσεις του.
10. Οποιαδήποτε στοιχεία συγκεντρώνει ο φορέας κατά τη διάρκεια
των εργασιών του είναι απόρρητα και δεν μπορούν να κοινοποιηθούν,
αποκαλυφθούν ή χρησιμοποιηθούν εκτός από τις καθορισμένες στο
νομοσχέδιο περιπτώσεις.
Σημειώνεται ότι σε πρώτο στάδιο, με βάση τις αρχικές
παρατηρήσεις που έγιναν κυρίως από μέλη της επιτροπής,
αλλά και από τους εκπροσώπους των εμπλεκόμενων μερών,
την επιτροπή απασχόλησαν κυρίως τα ακόλουθα ζητήματα:
1. Η πολιτική υιοθέτησης του θεσμού του υπό συζήτηση φορέα, καθώς
και το ότι ο φορέας αυτός θα είναι νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου
και όχι κρατικό όργανο.
2. Το κόστος λειτουργίας του φορέα.
3. Κατά πόσο διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα του φορέα, από τη
στιγμή που δε θα ισχύει η αρχή της δεσμευτικότητας των αποφάσεων.
4. Η σκοπιμότητα για τη σύσταση διοικητικού συμβουλίου του φορέα,
καθώς και η σύνθεση του συμβουλίου αυτού.
5. Κατά πόσο υπάρχει σύγκρουση ή αλληλοεπικάλυψη λόγω της
παράλληλης λειτουργίας του διοικητικού συμβουλίου του φορέα και του
χρηματοοικονομικού επιτρόπου και του βοηθού του.
6. Η έλλειψη πρόνοιας για την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως,
δηλαδή η μη δυνατότητα εφαρμογής μιας διαδικασίας παρόμοιας με τη
δικαστική.
7. Η εμπειρία από τη λειτουργία αντίστοιχων θεσμών στην Ευρωπαϊκή
Ένωση.
8. Η εξαίρεση των συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων από την
εφαρμογή του θεσμού.
Ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος παρευρέθηκε σε μία από τις πρώτες
συνεδρίες της επιτροπής, αναλύοντας την πολιτική πτυχή του θέματος,
δήλωσε ότι ο θεσμός του χρηματοοικονομικού επιτρόπου εφαρμόζεται ήδη σε
δεκαεννέα από τις είκοσι εφτά χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τόσο το
Υπουργείο Οικονομικών όσο και η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου
θεωρούν ότι ο θεσμός αυτός θα είναι χρήσιμος για την Κύπρο.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τον ίδιο, για τα “μικρά”, όπως τα χαρακτήρισε,
χρηματοοικονομικά παράπονα η δικαστική οδός, που είναι και η μόνη μέχρι
στιγμής επιλογή, παρουσιάζει μεγάλη καθυστέρηση και σημαντικό κόστος.
Περαιτέρω, σε σχέση με τη μη δεσμευτικότητα των αποφάσεων του
χρηματοοικονομικού επιτρόπου, ανέφερε ότι οι εν λόγω αποφάσεις
αναμένεται ότι θα εκδίδονται πολύ πιο σύντομα απ’ ό,τι
μια δικαστική απόφαση και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις είναι πιθανό τα
δύο μέρη να αποδέχονται την απόφαση του χρηματοοικονομικού επιτρόπου και
επομένως θα εξοικονομείται χρόνος και κόστος. Στην περίπτωση δε που δεν
επιτευχθεί συναίνεση και κάποιο από τα εμπλεκόμενα μέρη στη συνέχεια
προσφύγει στο δικαστήριο, οπωσδήποτε η προεργασία που έχει γίνει θα
είναι υποβοηθητική για τα εμπλεκόμενα μέρη.
Όσον αφορά την ύπαρξη διοικητικού συμβουλίου και τις εξουσίες του,
σύμφωνα με τον Υπουργό Οικονομικών, είναι ορθότερο να μην έχει η
οποιαδήποτε κυβέρνηση τέτοια εξουσία αλλά ένα συμβούλιο
νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου,
που θα αποτελείται από εκπροσώπους τόσο
των χρηματοοικονομικών οργανισμών όσο και των εποπτικών αρχών και των
καταναλωτών και συνεπώς θα πρόκειται για ένα
πολύ αντιπροσωπευτικό συμβούλιο, που θα δίδει
κατευθύνσεις στον επίτροπο και θα ασκεί στοιχειώδη και λογικό έλεγχο.
Επιπρόσθετα, σε σχέση με τη μη
δεσμευτικότητα του θεσμού, ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Οικονομικών
δήλωσε στην επιτροπή ότι η φιλοσοφία που διέπει το νομοσχέδιο είναι ότι
πρόκειται για έναν προαιρετικό θεσμό για εξώδικη επίλυση διαφορών,
που έχει ως απώτερο στόχο το φιλικό διακανονισμό,
χωρίς να αποκλείεται το δικαίωμα των δύο μερών να προσφύγουν στο
δικαστήριο.
Ο ίδιος εκπρόσωπος, τοποθετούμενος στο
κόστος λειτουργίας του φορέα, δήλωσε ότι, σύμφωνα με προκαταρκτικούς
υπολογισμούς, το κόστος αυτό υπολογίζεται περίπου στις €700.000 ετησίως,
όμως είναι δυνατό να υιοθετηθούν στο νομοσχέδιο κάποιες ασφαλιστικές
δικλίδες που θα το περιορίσουν.
Αναφορικά με την προτεινόμενη σύνθεση και τον αριθμό των μελών
του διοικητικού συμβουλίου του φορέα, σε γραπτό υπόμνημα του Υπουργείου
Οικονομικών επισημαίνονται τα ακόλουθα:
· Σύμφωνα με τις πρόνοιες του νομοσχεδίου,
το διοικητικό συμβούλιο του φορέα θα είναι εξαμελές και θα
απαρτίζεται από έναν πρόεδρο, δύο
αντιπροέδρους και τρία μέλη.
· Ο πρόεδρος και οι δύο αντιπρόεδροι θα προέρχονται από
τις τρεις εποπτικές αρχές, την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου,
την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την Υπηρεσία Ελέγχου
Ασφαλιστικών Εταιρειών. Το Υπουργικό Συμβούλιο θα διορίζει ένα
μέλος, ως εκπρόσωπο του Υπουργού Εμπορίου, Βιομηχανίας και
Τουρισμού, τον εκάστοτε Έφορο της Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης
Συνεργατικών Εταιρειών ή εκπρόσωπό του. Ένα άλλο μέλος θα προέρχεται
από τον κλάδο των χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων και ένα ακόμη
μέλος από τους καταναλωτές.
· Η συμμετοχή στο εξαμελές διοικητικό συμβούλιο τεσσάρων
μελών από τις τέσσερις εποπτικές αρχές του χρηματοοικονομικού τομέα,
περιλαμβανομένου του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού,
αναμένεται να συνεισφέρει τα μέγιστα από πλευράς γνώσεων και
εμπειριών στην οργάνωση και στις διαδικασίες του φορέα.
· Επίσης, η συμμετοχή ενός μέλους από τους καταναλωτές και
ενός μέλους από τις χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις θα αποτελέσει
δίαυλο επικοινωνίας με τα αντίστοιχα οργανωμένα σύνολα, γεγονός που
αναμένεται να ενισχύσει την αποδοχή και την αποτελεσματικότητα του
φορέα.
Στο πιο πάνω υπόμνημα επεξηγείται επίσης ότι δεν υπάρχει
επικάλυψη ή σύγκρουση αρμοδιοτήτων μεταξύ του διοικητικού συμβουλίου του
φορέα και του χρηματοοικονομικού επιτρόπου και του βοηθού του,
αφού, σύμφωνα με σχετική πρόνοια του
νομοσχεδίου, το διοικητικό συμβούλιο του φορέα δεν έχει αρμοδιότητα σε
σχέση με τον τρόπο που ο επίτροπος, ο βοηθός επίτροπος ή το προσωπικό
του φορέα χειρίζονται ένα παράπονο.
Σε σχέση με την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, στο ίδιο υπόμνημα
σημειώνεται ότι το Υπουργείο Οικονομικών δεν ενίσταται στην προσθήκη
πρόνοιας στο νομοσχέδιο σύμφωνα με την οποία ο επίτροπος κοινοποιεί τόσο
το παράπονο του καταναλωτή προς την επιχείρηση όσο και την απάντηση της
επιχείρησης προς τον καταναλωτή.
Όσον αφορά τον αποκλεισμό των συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων από
την εφαρμογή του εν λόγω θεσμού, ο εκπρόσωπος
του Υπουργείου Οικονομικών δήλωσε συναφώς ότι το συνεργατικό κίνημα
καλύπτεται από δική του νομοθεσία, που
περιέχει ειδικές ρυθμίσεις για διαιτησία όσον αφορά παράπονα εναντίον
συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων. Για το ίδιο θέμα ο εκπρόσωπος της
Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών επισήμανε ότι ο
θεσμός της διαιτησίας στη νομοθεσία για τα συνεργατικά πιστωτικά
ιδρύματα λειτουργεί με μεγάλη επιτυχία και με πολύ χαμηλό κόστος.
Σύμφωνα με τον ίδιο, εφαρμόζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και οι
αποφάσεις του διαιτητή είναι δεσμευτικές, εκτός και αν εφεσιβληθούν.
Οι εκπρόσωποι του Κυπριακού Συνδέσμου
Καταναλωτών και της Παγκύπριας Ένωσης Καταναλωτών και Ποιότητας Ζωής
δήλωσαν στην επιτροπή ότι τάσσονται υπέρ της δημιουργίας του υπό
συζήτηση φορέα, τονίζοντας ότι η δημιουργία του πρέπει να γίνει το
ταχύτερο δυνατό. Περαιτέρω, ο εκπρόσωπος της Παγκύπριας Ένωσης
Καταναλωτών και Ποιότητας Ζωής δήλωσε πρόσθετα ότι τέτοιου είδους φορείς
πρέπει να είναι οργανωτικά και λειτουργικά απλοί και ευέλικτοι και να
λειτουργούν κατά το δυνατό με το χαμηλότερο κόστος. Περαιτέρω, ο ίδιος
ανέφερε ότι διαφωνεί με την προβλεπόμενη δομή και σύνθεση του
διοικητικού συμβουλίου, το οποίο θεωρεί πολυμελές και ετεροβαρές υπέρ
των χρηματοοικονομικών συμφερόντων και σε βάρος των συμφερόντων των
καταναλωτών και γι’ αυτό εισηγήθηκε να μειωθεί ο αριθμός των μελών κατά
ένα και να αυξηθούν σε δύο οι εκπρόσωποι των καταναλωτών. Τέλος,
εξέφρασε τη διαφωνία του με τα χρονικά πλαίσια που τίθενται για τη
διεκπεραίωση μιας υπόθεσης, τονίζοντας την
ανάγκη σύντμησής τους, καθώς και με το ύψος του δικαιώματος για υποβολή
παραπόνου και της αποζημίωσης, θεωρώντας ότι θα έπρεπε να είναι
υψηλότερο.
Στα πλαίσια της περαιτέρω μελέτης του νομοσχεδίου υποβλήθηκε μεγάλος
αριθμός υπομνημάτων από τους εκπροσώπους των εμπλεκόμενων φορέων στα
οποία περιλαμβάνονται θέσεις, παρατηρήσεις και απόψεις επί ορισμένων
προνοιών του νομοσχεδίου τις οποίες είχαν την ευκαιρία να επεξηγήσουν
και προφορικά ενώπιον της επιτροπής στο στάδιο της μακράς μελέτης του.
Οι θέσεις, παρατηρήσεις και απόψεις που εκφράστηκαν από τους πιο πάνω
εκπροσώπους, αλλά και από μέλη της επιτροπής αφορούν, μεταξύ άλλων, τα
ακόλουθα:
1. Την ανάγκη ύπαρξης διοικητικού συμβουλίου του φορέα.
2. Την αύξηση των μελών του διοικητικού συμβουλίου του φορέα.
3. Την αμεροληψία στις αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου του
φορέα.
4. Τη δεσμευτικότητα των αποφάσεων του φορέα.
5. Τη μείωση των χρονοδιαγραμμάτων για τη λήψη των αποφάσεων.
6. Τη μη συμπερίληψη παραπόνων από πελάτες συνεργατικών
πιστωτικών ιδρυμάτων.
7. Το οργανόγραμμα και τον προϋπολογισμό του φορέα.
8. Την αύξηση του ποσού που καταβάλλει ο καταναλωτής για το
δικαίωμα υποβολής παραπόνου.
9. Το ανώτατο ύψος της διαφοράς σε σχέση με την οποία υποβάλλεται
παράπονο.
10. Την απόφαση επί του παραπόνου και το ανώτατο ύψος
αποζημίωσης.
11. Το περιεχόμενο της έκθεσης του χρηματοοικονομικού επιτρόπου.
Κατά τη συζήτηση των πιο πάνω απόψεων και εισηγήσεων διαπιστώθηκαν
από την επιτροπή διαφωνίες μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών και ιδιαίτερα
μεταξύ των εποπτικών αρχών και των χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων σε
σχέση με αρκετές πρόνοιες του νομοσχεδίου. Ως εκ τούτου, η επιτροπή
κάλεσε το Υπουργείο Οικονομικών να διαβουλευθεί με όλους τους
εμπλεκόμενους φορείς με στόχο την επίτευξη,
κατά το δυνατό, κοινών θέσεων σε βασικές
πρόνοιες του νομοσχεδίου, λαμβάνοντας υπόψη και τις σχετικές απόψεις και
εισηγήσεις μελών της επιτροπής.
Σε μεταγενέστερο στάδιο και ως αποτέλεσμα διαβούλευσης που έγινε στα
πλαίσια της πιο πάνω προσπάθειας υποβλήθηκαν στην επιτροπή εκ νέου οι
θέσεις όλων των εμπλεκομένων, που συνοψίζονται
ως ακολούθως:
1. Όλα τα εμπλεκόμενα μέρη υποστηρίζουν την ανάγκη ύπαρξης
διοικητικού συμβουλίου του φορέα για τους πιο κάτω λόγους:
α. Το διοικητικό συμβούλιο θα
αποτελείται από μη εκτελεστικούς συμβούλους και θα διαμορφώνει τη
στρατηγική και την πολιτική τού φορέα.
β. Η ύπαρξη του διοικητικού
συμβουλίου, στο οποίο θα συμμετέχουν όλα
τα εμπλεκόμενα μέρη, θα διασφαλίσει τη
σωστή οργάνωση του φορέα, καθώς και τη συμμετοχή του στην εξέταση
του προϋπολογισμού του φορέα και στον ακριβή τρόπο καθορισμού των
εισφορών.
γ. Η συμμετοχή στο διοικητικό
συμβούλιο εκπροσώπων των καταναλωτών και των
χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων θα αποτελέσει δίαυλο
επικοινωνίας με τα αντίστοιχα οργανωμένα σύνολα, γεγονός που
αναμένεται να ενισχύσει την αποδοχή και την αποτελεσματικότητα του
φορέα.
δ. Θεωρείται λογικό και δίκαιο, αφού
ο φορέας θα χρηματοδοτείται από τις χρηματοοικονομικές
επιχειρήσεις, να υπάρχει διοικητικό συμβούλιο στο οποίο να
εκπροσωπούνται οι κύριοι εμπλεκόμενοι χρηματοοικονομικοί
οργανισμοί.
2. Η αύξηση του αριθμού των μελών του
διοικητικού συμβουλίου από έξι σε οκτώ, με την εκπροσώπηση στο
διοικητικό συμβούλιο με ένα μέλος ανά κλάδο του χρηματοοικονομικού
τομέα, αποτελεί κοινή θέση όλων των
εμπλεκόμενων μερών. Η εν λόγω αύξηση θα εμπλουτίσει το διοικητικό
συμβούλιο με εξειδικευμένες γνώσεις στον
τομέα των τραπεζών, των ασφαλειών και των επενδυτικών υπηρεσιών,
δηλαδή στο ευρύτερο φάσμα του χρηματοοικονομικού τομέα,
και θα συμβάλει θετικά στην ομαλή λειτουργία του φορέα.
3. Όλα τα εμπλεκόμενα μέρη θεωρούν ότι υπάρχει σαφής διαχωρισμός
εξουσιών μεταξύ διοικητικού συμβουλίου και χρηματοοικονομικού
επιτρόπου και δεν τίθεται θέμα επηρεασμού της αμεροληψίας των
αποφάσεων του χρηματοοικονομικού επιτρόπου από το διοικητικό
συμβούλιο. Ειδικότερα, στο νομοσχέδιο
περιλαμβάνεται σαφής πρόνοια σύμφωνα με την οποία το διοικητικό
συμβούλιο δεν έχει ρόλο ή αρμοδιότητα σε σχέση με τον τρόπο που ο
χρηματοοικονομικός επίτροπος, ο βοηθός του ή το προσωπικό που
στελεχώνει το φορέα χειρίζονται ένα παράπονο ή μια διαφορά.
Περαιτέρω, είναι κοινή η θέση όλων των μερών όπως τροποποιηθεί το
κείμενο του νομοσχεδίου, ώστε να μη συμπίπτει χρονικά ο διορισμός
του διοικητικού συμβουλίου με το διορισμό του χρηματοοικονομικού
επιτρόπου και του βοηθού του. Επίσης θα πρέπει να προβλεφθεί ότι
κατά την πρώτη θητεία του διοικητικού συμβουλίου,
η οποία είναι πενταετής, οι εκπρόσωποι των αρμόδιων εποπτικών
αρχών και του Υπουργού Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού θα
διοριστούν για περίοδο τριών ετών και οι εκπρόσωποι των
χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων και των καταναλωτών για περίοδο
τεσσάρων ετών.
4. Όλα τα εμπλεκόμενα μέρη υποστηρίζουν τη μη εισαγωγή ρυθμίσεων
για την αναγκαστική δεσμευτικότητα των αποφάσεων του φορέα για τους
πιο κάτω λόγους:
α.
Το προτεινόμενο σύστημα εξώδικης επίλυσης είναι εθελοντικό.
β. Δε θα απολεσθεί το δικαίωμα των δύο
μερών να προσφύγουν στο δικαστήριο.
γ. Η όλη διαδικασία
θα έχει ως στόχο το φιλικό διακανονισμό.
δ. Στην πλειοψηφία των χωρών που
λειτουργεί ο θεσμός οι αποφάσεις του δεν είναι δεσμευτικές.
5. Όσον αφορά τη μείωση των χρονοδιαγραμμάτων για τη λήψη
αποφάσεων, όλα τα εμπλεκόμενα μέρη συμφωνούν στα ακόλουθα:
α. Δεν κρίνεται σκόπιμη η μείωση του
χρονοδιαγράμματος για την έκδοση της απόφασης από το
χρηματοοικονομικό επίτροπο, που στον
προτεινόμενο νόμο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες, και
παράλληλα δίδεται η ευχέρεια παράτασης για άλλους τρεις μήνες.
Ενδεχόμενη μείωση θα αποβεί τελικά αρνητική για την ποιότητα των
αποφάσεων και θα επιφέρει κατά πάσα πιθανότητα αύξηση του κόστους
λειτουργίας του θεσμού, αφού θα απαιτεί
μεγαλύτερο αριθμό προσωπικού. Σημειώνεται ότι το προαναφερθέν
χρονοδιάγραμμα περιλαμβάνει και τον απαιτούμενο χρόνο διαβούλευσης
μεταξύ του χρηματοοικονομικού επιτρόπου και των εμπλεκόμενων
μερών.
β. Η περίοδος εντός της οποίας τα
εμπλεκόμενα μέρη θα πρέπει να απαντήσουν στο χρηματοοικονομικό
επίτροπο κατά πόσο αποδέχονται την τελική του απόφαση να μειωθεί
από τρεις σε δύο μήνες.
γ. Να μειωθεί από είκοσι επτά σε
δεκατρείς μήνες ο χρόνος υποβολής παραπόνου από καταναλωτή προς
επιχείρηση, από την ημερομηνία που ο
καταναλωτής έλαβε γνώση της ζημιάς. Η περίοδος των δεκατριών μηνών
είναι αναγκαία, ώστε να διασφαλίζεται η πληροφόρηση του καταναλωτή
από λογαριασμούς ενός οικονομικού έτους.
Σημειώνεται ότι η επιτροπή θεωρεί ότι ο παρεχόμενος χρόνος
υποβολής παραπόνου από τον καταναλωτή προς την επιχείρηση,
από την ημέρα που ο καταναλωτής έλαβε γνώση της ζημιάς,
πρέπει να αυξηθεί από δεκατρείς σε δεκαπέντε μήνες, θέση με την
οποία διαφωνεί ο Σύνδεσμος Τραπεζών Κύπρου.
Ως εκ τούτου, η πλειοψηφία των
εμπλεκόμενων μερών συμφώνησε με την πιο πάνω αύξηση και
συνεπακόλουθα προχώρησε σε μείωση του χρόνου υποβολής παραπόνου
από καταναλωτή προς το χρηματοοικονομικό επίτροπο από έξι σε
τέσσερις μήνες, παρ’ όλο που θεωρεί ότι η μείωση αυτής της
χρονικής περιόδου θα είναι σε βάρος του καταναλωτή.
|