Έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών και
Προϋπολογισμού για το νομοσχέδιο που τιτλοφορείται «Ο περί Βεβαιώσεως και
Εισπράξεως Φόρων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2005» και για τους
κανονισμούς «Οι περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων (Παροχή Πληροφοριών
αναφορικά με Τόκους) Κανονισμοί του 2005»
Παρόντες:
Άριστος Χρυσοστόμου, πρόεδρος |
Μαρία Κυριακού |
Ζαχαρίας Κουλίας |
Μαρίνος Σιζόπουλος |
Σωτηρούλα Χαραλάμπους |
Πρόδρομος Προδρόμου |
Ιωνάς Νικολάου |
|
Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών και
Προϋπολογισμού μελέτησε το πιο πάνω νομοσχέδιο και κανονισμούς σε δύο
συνεδρίες της, που πραγματοποιήθηκαν στις 13 Ιουνίου και 11 Ιουλίου 2005.
Στο στάδιο της μελέτης των υπό συζήτηση θεμάτων, κλήθηκαν και
παρευρέθηκαν ενώπιον της επιτροπής εκπρόσωποι του Υπουργείου Οικονομικών
και ο διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (ΤΕΠ).
Σκοπός του νομοσχεδίου είναι η συμπλήρωση της
εναρμόνισης της υφιστάμενης κυπριακής νομοθεσίας με την Οδηγία 2003/48/ΕΚ
του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 2003 για την αποτελεσματική φορολόγηση
των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις, ώστε να διασφαλιστεί
ότι το εισόδημα από τις αποταμιεύσεις υπό μορφή τόκων που καταβάλλονται
σε ένα κράτος μέλος υπέρ πραγματικών δικαιούχων που είναι φυσικά πρόσωπα
και διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος θα αποτελεί αντικείμενο πραγματικής
φορολόγησης σύμφωνα με τη νομοθεσία του δεύτερου κράτους μέλους.
Με τους υπό αναφορά κανονισμούς, οι οποίοι εκδίδονται
με βάση το άρθρο 6Α του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου,
σκοπείται η εφαρμογή της υπό αναφορά κοινοτικής Οδηγίας και των συμφωνιών
που έχουν συναφθεί σχετικά με την παροχή πληροφοριών αναφορικά με τόκους.
Ειδικότερα, το εν λόγω νομοσχέδιο έχει στόχο να
καλύψει το κενό που υπάρχει λόγω της έλλειψης συντονισμού μεταξύ των
φορολογικών συστημάτων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά
με τη φορολόγηση των τόκων από αποταμιεύσεις με την καθιέρωση συστήματος
ανταλλαγής πληροφοριών. Συναφώς, έχει παρατηρηθεί ότι είναι δυνατό οι
κάτοικοι ενός κράτους μέλους να μπορούν να αποφύγουν τη φορολόγηση των
τόκων που λαμβάνουν από καταθέσεις τους σε άλλο κράτος μέλος. Αυτό
δημιουργεί προβλήματα στην ελεύθερη μετακίνηση κεφαλαίων μεταξύ των
κρατών μελών.
Ειδικότερα, η υπό αναφορά Oδηγία
διαλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
1. Κάθε οργανισμός που καταβάλλει τόκους οφείλει
να λάβει λογικά μέτρα για εξακρίβωση της ταυτότητας του ατόμου που
λαμβάνει τους τόκους και επιπλέον κάθε χώρα πρέπει να υιοθετήσει
τέτοιες διαδικασίες, ώστε να μπορούν οι οργανισμοί να εξακριβώνουν
την ταυτότητα των δικαιούχων και τη φορολογική κατοικία τους.
2. Για την ανταλλαγή πληροφοριών, κάθε οργανισμός
που καταβάλλει τόκους θα παρέχει στην αρμόδια αρχή της χώρας μέλους
στην οποία έχει συσταθεί τα στοιχεία του ατόμου (όνομα, ταυτότητα
κ.λπ.), το όνομα και διεύθυνση του φορέα πληρωμής, τον αριθμό του
λογαριασμού ή άλλα στοιχεία αναφορικά με το οφειλόμενο ποσό από το
οποίο προκύπτει ο τόκος, καθώς και πληροφορίες για το ποσό τόκου που
πληρώθηκε, πιστώθηκε ή κεφαλαιοποιήθηκε. Περαιτέρω, η αρμόδια αρχή
της χώρας μέλους στην οποία συστάθηκε ο οργανισμός θα αποστέλλει τις
πιο πάνω πληροφορίες στην αρμόδια αρχή της χώρας μέλους στην οποία
κατοικεί ο δικαιούχος και τέλος η αποστολή των πληροφοριών αυτών θα
είναι αυτόματη και θα γίνεται τουλάχιστο μια φορά το χρόνο, εντός έξι
μηνών από το τέλος του φορολογικού έτους, στη χώρα που αποστέλλει τις
πληροφορίες, θα καλύπτει δε όλες τις πληρωμές τόκων που έγιναν κατά
το έτος αυτό.
Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση που συνοδεύει τα εν
λόγω σχέδια νόμου, για μια μεταβατική περίοδο, αντί ανταλλαγής
πληροφοριών, συγκεκριμένες χώρες που είναι το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και
η Αυστρία θα παρακρατούν φόρο στην πηγή με συντελεστή 15% για τα πρώτα
τρία χρόνια από την ημέρα που θα τεθεί σε ισχύ η Οδηγία, 20% για τα
επόμενα τρία χρόνια και 35% για τα επόμενα χρόνια. Τα κράτη αυτά θα
παρακρατούν ποσοστό 25% των εσόδων από αυτό το φόρο και θα καταβάλλουν το
υπόλοιπο 75% στη χώρα μέλος στην οποία κατοικεί το άτομο, εντός έξι μηνών
από το τέλος του φορολογικού τους έτους.
Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις διατάξεις της εν λόγω
Οδηγίας από την 1η Ιουλίου 2005, υπό τον όρο ότι άλλες χώρες, δηλαδή η
Ελβετία, το Λιχτενστάιν, ο Άγιος Μαρίνος, το Μονακό και η Ανδόρα,
εφαρμόζουν από την ίδια ημερομηνία μέτρα ισοδύναμα με τα προβλεπόμενα
στην Οδηγία, κατ’ εφαρμογή συμφωνιών που θα συνάψουν με την Ευρωπαϊκή
Κοινότητα (ΕΚ). Όλες οι συμφωνίες υφίστανται και προβλέπουν ότι τα
εξηρτημένα ή συνδεδεμένα εδάφη (Νήσοι της Μάγχης, Νήσος του Μαν και
εξηρτημένα ή συνδεδεμένα εδάφη της Καραβαϊκής) εφαρμόζουν από την ίδια
ημερομηνία την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών ή την παρακράτηση του φόρου
στην πηγή με τους ίδιους όρους της Οδηγίας.
Επειδή οι συμφωνίες μεταξύ της Κύπρου και των
εξηρτημένων και συνδεδεμένων εδαφών, καθώς και οι συμφωνίες της ΕΚ με
τρίτες ευρωπαϊκές χώρες έχουν υπογραφεί μετά την ψήφιση του Νόμου
146(Ι)/2004, που έχει ενσωματώσει τις βασικές διατάξεις της υπό αναφορά
Οδηγίας στην κυπριακή νομοθεσία, παρίσταται ανάγκη τροποποίησης του νόμου
αυτού, ώστε να παρέχονται πληροφορίες και στις τρίτες υπό αναφορά χώρες
και στα εξηρτημένα και συνδεδεμένα εδάφη.
Όσον αφορά τους υπό συζήτηση κανονισμούς, με αυτούς
σκοπείται επίσης η εφαρμογή της κοινοτικής Οδηγίας και των συμφωνιών που
έχει υπογράψει η Κυπριακή Δημοκρατία αναφορικά με την παροχή πληροφοριών
υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις. Περαιτέρω, οι εν λόγω
κανονισμοί προβλέπουν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
1. Τον ορισμό του όρου “πραγματικός δικαιούχος”,
τα στοιχεία ταυτότητας και την κατοικία του, τον ορισμό των όρων
“φορέας πληρωμής”, “τόκοι” και την υποβολή στοιχείων από το φορέα
πληρωμής στο διευθυντή του ΤΕΠ, καθώς και την αυτόματη ανταλλαγή
πληροφοριών ή την παροχή πληροφοριών κατόπιν αιτήσεως.
2. Την έκδοση πιστοποιητικού από το διευθυντή του
ΤΕΠ σε πραγματικό δικαιούχο εισοδήματος από αποταμιεύσεις που είναι
κάτοικος στη Δημοκρατία, για σκοπούς εξουσιοδότησης του φορέα
πληρωμής στο κράτος όπου προκύπτει το εισόδημα, ώστε να μην
παρακρατεί φόρο, αλλά να εφαρμόζει το σύστημα της ανταλλαγής
πληροφοριών.
3. Την εξάλειψη της διπλής φορολογίας.
4. Την υποχρέωση του φορέα πληρωμής να υποβάλλει
γραπτή ειδοποίηση για την υποχρέωσή του αυτή στο διευθυντή του ΤΕΠ το
αργότερο μέχρι τη 15η Ιανουαρίου του έτους που ακολουθεί το έτος
εντός του οποίου ο φορέας πληρωμής κατέβαλε τόκους ή εξασφάλισε την
καταβολή τόκων σε πραγματικό δικαιούχο.
5. Διαδικαστικές ρυθμίσεις που αφορούν την υποβολή
των δηλώσεων και πληροφοριών από τους φορείς πληρωμής προς το
διευθυντή του ΤΕΠ.
Όσον αφορά το ειδικότερο ζήτημα του χρονικού σημείου
έναρξης της ισχύος τόσο του υπό αναφορά νομοσχεδίου όσο και των εν λόγω
κανονισμών, το Υπουργείο Οικονομικών, με επιστολή του, ημερομηνίας 6
Ιουλίου 2005, πληροφόρησε την επιτροπή ότι στα υπό αναφορά σχέδια νόμου
έχει περιληφθεί πρόνοια για την έναρξη της ισχύος τους από ημερομηνία που
θα καθορισθεί με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, καθότι στο στάδιο της
κατάθεσής τους στη Βουλή η ημερομηνία εφαρμογής της σχετικής Οδηγίας για
τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις δεν είχε
ακόμη επιβεβαιωθεί. Υπό το φως όμως της πρόσφατης απόφασης του Συμβουλίου
των Υπουργών Οικονομικών για εφαρμογή της Οδηγίας από την 1η Ιουλίου
2005, το Υπουργείο Οικονομικών κρίνει τώρα σκόπιμο να ζητήσει από την
επιτροπή να εισηγηθεί ως ημερομηνία έναρξης της ισχύος των προτεινόμενων
νομοθετημάτων αναδρομικά την 1η Ιουλίου του 2005. Συναφώς, στην ίδια
επιστολή σημειώνεται ότι το θέμα της αναδρομικής έναρξης της ισχύος των
υπό αναφορά ρυθμίσεων συζητήθηκε με τη Νομική Υπηρεσία και αποφασίσθηκε
ότι οποιαδήποτε πρακτικά προβλήματα θα αντιμετωπισθούν με διοικητικές
ρυθμίσεις.
Οι εκπρόσωποι του Υπουργείου Οικονομικών δήλωσαν ότι
στα πλαίσια εναρμόνισης με τις διατάξεις της εν λόγω Οδηγίας καταβάλλεται
προσπάθεια για τη διευκόλυνση της ροής κεφαλαίων μεταξύ των χωρών μελών
της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω μιας αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών, στα
πλαίσια ενός ολοκληρωμένου και ομοιόμορφου συστήματος ανταλλαγής
πληροφοριών μεταξύ σαράντα χωρών. Με τον τρόπο αυτό, αποφεύγεται
οποιαδήποτε στρέβλωση στη διακίνηση κεφαλαίων μεταξύ των χωρών αυτών,
καθώς και των εξηρτημένων και συνδεδεμένων εδαφών τους. Τέλος, η
εναρμόνιση της κυπριακής νομοθεσίας με το ευρωπαϊκό κεκτημένο έχει ως
κύριο στόχο την ανταλλαγή των πληροφοριών και την εξεύρεση της πηγής
αναγνώρισης του πραγματικού δικαιούχου των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων
από αποταμιεύσεις.
Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών και
Προϋπολογισμού, υπό το φως των πιο πάνω και αφού έλαβε υπόψη όλα τα
στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν της, υιοθετεί τους σκοπούς του νομοσχεδίου
και των κανονισμών και γι’ αυτό εισηγείται στη Βουλή την ψήφιση του υπό
αναφορά νομοσχεδίου σε νόμο και την έγκριση των υπό αναφορά κανονισμών.
Τα μέλη της επιτροπής βουλευτές της κοινοβουλευτικής
ομάδας του Δημοκρατικού Συναγερμού επιφυλάχθηκαν να τοποθετηθούν επί των
υπό συζήτηση θεμάτων κατά τη συζήτησή τους στην ολομέλεια του σώματος.
12 Ιουλίου 2005.
|