Έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Θεσμών, Αξιών
και Επιτρόπου Διοικήσεως για την αναπεμφθείσα απόφαση της Βουλής των
Αντιπροσώπων για την έγκριση του καταλόγου θέσεων εισδοχής στη δημόσια
υπηρεσία σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για
Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμων
Παρόντες:
Γιαννάκης Θωμά, πρόεδρος |
Ανδρέας Αγγελίδης |
Άγις Αγαπίου |
Γιώργος Περδίκης |
Καίτη Κληρίδου |
|
Ιωνάς Νικoλάου |
Μη μέλη της επιτροπής: |
Σοφοκλής Φυττής |
Σωτηρούλα Χαραλάμπους |
Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Θεσμών, Αξιών και Επιτρόπου
Διοικήσεως συνήλθε σε συνεδρία, που πραγματοποιήθηκε στις 14 Ιουλίου
2005, και επανεξέτασε την πιο πάνω απόφαση, που ενέκρινε η Βουλή στις 7
Ιουλίου 2005, έπειτα από την αναπομπή της από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας
κατ’ επίκληση του άρθρου 51.1 του συντάγματος. Στα πλαίσια της
συνεδρίασης αυτής, κλήθηκαν και παρευρέθηκαν ενώπιoν
της επιτροπής ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και ο διευθυντής του
Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, συνοδευόμενοι από λειτουργούς
των γραφείων τους.
Οι λόγοι της αναπομπής, όπως αυτοί αναφέρονται στη
σχετική επιστολή του Προέδρου της Δημοκρατίας προς τον Πρόεδρο της Βουλής
των Αντιπροσώπων, ημερομηνίας 13 Ιουλίου 2005, συνοψίζονται στα πιο κάτω
σημεία:
1. Η έγκριση του καταλόγου από τη Βουλή των
Αντιπροσώπων (Παράρτημα Ι της απόφασης) κατά τρόπο, ώστε να μην
περιλαμβάνεται σ’ αυτόν αριθμός θέσεων οι οποίες περιλαμβάνονται στον
κατάλογο που είχε εγκρίνει το Υπουργικό Συμβούλιο και η περίληψη των
θέσεων αυτών από τη Βουλή των Αντιπροσώπων σε άλλο κατάλογο
(Παράρτημα ΙΙ της απόφασης) προκαλούν σοβαρή οικονομική επιβάρυνση
και λειτουργικά προβλήματα. Τούτο γιατί, αντί μιας γενικής εξέτασης
για την πλήρωση όλων των θέσεων, με βάση τον κατάλογο που είχε
εγκρίνει το Υπουργικό Συμβούλιο, θα υπάρχει ανάγκη διεξαγωγής
ξεχωριστής εξέτασης για καθεμιά από τις θέσεις που η Βουλή των
Αντιπροσώπων έχει μεταφέρει στον κατάλογο (Παράρτημα ΙΙ της
απόφασης). Ως εκ τούτου, η απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων θα
επιφέρει αύξηση των δαπανών του προϋπολογισμού, πράγμα το οποίο
προσκρούει στο άρθρο 80.2 του συντάγματος.
2. Η Βουλή των Αντιπροσώπων έχει δικαίωμα να
εγκρίνει ή να μην εγκρίνει τον εν λόγω κατάλογο, όπως αυτός
κατατίθεται, δεν έχει όμως δικαίωμα να τον τροποποιεί ή με
οποιοδήποτε τρόπο να επιφέρει αλλαγές σ’ αυτόν, εφόσον δεν της
παρέχεται τέτοια εξουσία από το νόμο. Σύμφωνα με τις αρχές που έχει
καθιερώσει η νομολογία, το όργανο που έχει αρμοδιότητα έγκρισης
μπορεί να εγκρίνει ή να μην εγκρίνει την πράξη που υπόκειται σε
έγκριση, όχι όμως και να την τροποποιήσει, εκτός αν η αρμοδιότητα για
τροποποίηση προβλέπεται ρητά από τις σχετικές διατάξεις.
3. Η εξαίρεση των θέσεων από τη γενική γραπτή
εξέταση που προβλέπει ο περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη
Δημόσια Υπηρεσία Νόμος θα έχει ως αποτέλεσμα χρονοβόρες διαδικασίες
για την πλήρωση των θέσεων αυτών.
4. Οι θέσεις που έχουν μεταφερθεί από τη Βουλή των
Αντιπροσώπων από τον κατάλογο στο Παράρτημα Ι της Απόφασης στον
κατάλογο στο Παράρτημα ΙΙ της απόφασης αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία
των θέσεων για τις οποίες διεξάγεται η γραπτή εξέταση με βάση τον
περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμο και
η αφαίρεσή τους από το σχετικό κατάλογο αναμένεται να προκαλέσει
αντιδράσεις σε αιτητές οι οποίοι κατέβαλαν μαζί με την αίτησή τους το
δικαίωμα συμμετοχής στην εξέταση, προσδοκώντας να διεκδικήσουν και
τις εν λόγω θέσεις.
5. Ο στόχος τον οποίο φαίνεται ότι η Βουλή των
Αντιπροσώπων επιδιώκει να επιτύχει με την εν λόγω διαφοροποίηση,
δηλαδή η διευκόλυνση της διεκδίκησης των υπό αναφορά θέσεων από
υποψηφίους των οποίων ο διορισμός έχει ακυρωθεί από το Ανώτατο
Δικαστήριο και οι οποίοι εξακολουθούν να υπηρετούν ως έκτακτοι
υπάλληλοι, δε φαίνεται να επιτυγχάνεται, γιατί με τη διαφοροποίηση
των σχετικών καταλόγων αλλάζει απλώς το όργανο το οποίο θα διεξάγει
τη σχετική εξέταση. Η αξιολόγηση όμως για την επιλογή γίνεται και
πάλι με βάση τα κριτήρια που καθορίζονται στον περί Αξιολόγησης
Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμο.
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας επαναβεβαίωσε
τους λόγους της αναπομπής και υποστήριξε ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων δεν
έχει δικαίωμα να τροποποιεί ή με οποιοδήποτε τρόπο να επιφέρει αλλαγές
στον κατάλογο, εφόσον δεν της παρέχεται τέτοια εξουσία από το νόμο, αλλά
έχει το δικαίωμα μόνο να εγκρίνει ή να μην εγκρίνει τον εν λόγω κατάλογο.
Επιπρόσθετα, ανέφερε ότι η τροποποίηση του καταλόγου από τη Βουλή
προκαλεί σοβαρή οικονομική επιβάρυνση και λειτουργικά προβλήματα, γιατί
θα υπάρχει ανάγκη διεξαγωγής ξεχωριστής εξέτασης για καθεμιά από τις
θέσεις που η Βουλή έχει μεταφέρει στον κατάλογο στο Παράρτημα ΙΙ της
απόφασης, πράγμα το οποίο προσκρούει στο άρθρο 80.2 του συντάγματος.
Ο διευθυντής του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και
Προσωπικού, αφού επαναβεβαίωσε τους λόγους της αναπομπής, ανέφερε στην
επιτροπή ότι, σε περίπτωση που η Βουλή ταχθεί εναντίον της αναπομπής, θα
υπάρχει ο κίνδυνος προσφυγής στα δικαστήρια με όλα τα συνεπακόλουθα.
Τα μέλη της επιτροπής βουλευτές της κοινοβουλευτικής
ομάδας του Δημοκρατικού Συναγερμού διαφώνησαν με τη θέση που υποστήριξε ο
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων έχει
μόνο δικαίωμα να εγκρίνει ή να μην εγκρίνει το σχετικό κατάλογο,
υποστηρίζοντας ότι η Βουλή έχει επιπρόσθετα εξουσία να τον τροποποιεί
επίσης. Παράλληλα, τα ίδια μέλη υπενθύμισαν στην επιτροπή ότι κατά τα
προηγούμενα χρόνια η Βουλή είχε επιφέρει σχετικές τροποποιήσεις στους
αρχικούς καταλόγους, χωρίς οι αποφάσεις αυτές να έχουν αναπεμφθεί.
Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Θεσμών, Αξιών και Επιτρόπου
Διοικήσεως, αφού έλαβε υπόψη όλα όσα τέθηκαν ενώπιόν της, κατέληξε, με
πλειοψηφία των μελών της βουλευτών των κοινοβουλευτικών ομάδων
ΑΚΕΛ-Αριστερά-Νέες Δυνάμεις και του Δημοκρατικού Κόμματος, καθώς και του
μέλους της βουλευτή του Κινήματος Οικολόγων Περιβαλλοντιστών, στην
απόφαση να εισηγηθεί στη Βουλή την αποδοχή της αναπομπής και την έγκριση
των καταλόγων όπως κατατέθηκαν από την εκτελεστική εξουσία.
Τα μέλη της επιτροπής βουλευτές της κοινοβουλευτικής
ομάδας του Δημοκρατικού Συναγερμού επιφυλάχθηκαν να τοποθετηθούν επί της
αναπομπής κατά τη συζήτηση του θέματος στην ολομέλεια του σώματος.
14 Ιουλίου 2005
|