Έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εξωτερικών για τα νομοσχέδια που
περιλαμβάνονται στο επισυνημμένο παράρτημα Παρόντες:
Νίκος Αναστασιάδης, πρόεδρος |
Ανδρέας Αγγελίδης |
Ελένη Θεοχάρους |
Αθηνά Κυριακίδου |
Σωτήρης Σαμψών |
Γιώργος Βαρνάβα |
Δώρος Χριστοδουλίδης |
Ντίνος Μιχαηλίδης |
Άντρος Κυπριανού |
Δημήτρης Συλλούρης |
Τάκης Χατζηγεωργίου |
|
Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Εξωτερικών εξέτασε τα νομοσχέδια που
αναφέρονται στο επισυνημμένο παράρτημα σε συνεδρία της, που
πραγματοποιήθηκε στις 28 Ιουνίου 2005. Στη συνεδρία αυτή παρευρέθηκαν
εκπρόσωποι των Υπουργείων Εξωτερικών, Συγκοινωνιών και Έργων, καθώς και
του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας του ίδιου υπουργείου, του Υπουργείου
Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας) και
του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Σκοπός του πρώτου νομοσχεδίου είναι η κατά το άρθρο 169.2 του
συντάγματος νομοθετική κύρωση της συμφωνίας μεταξύ της Κυπριακής
Δημοκρατίας και του Οργανισμού Απαγόρευσης των Χημικών Όπλων για τα
προνόμια και τις ασυλίες του οργανισμού, η οποία καταρτίστηκε στη Χάγη
στις 22 Μαρτίου 2004.
Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση που συνοδεύει το νομοσχέδιο αυτό, η
Κύπρος αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος της Σύμβασης για την Απαγόρευση των
Χημικών Όπλων (ΟΑΧΟ), δυνάμει του περί της Σύμβασης για την Απαγόρευση
των Χημικών Όπλων Κυρωτικού Νόμου του 1998, και ως εκ τούτου κράτος μέλος
του ομώνυμου οργανισμού που συστάθηκε για τους σκοπούς αυτούς της εν λόγω
σύμβασης. Ο οργανισμός, με Ρηματική Διακοίνωσή του προς την πρεσβεία της
Δημοκρατίας στη Χάγη, τον Οκτώβριο του 2000, κάλεσε την Κύπρο και τα
υπόλοιπα μέλη του να προχωρήσουν στην υπογραφή συμφωνίας για το νομικό
καθεστώς, την ασυλία και τα προνόμια που θα διέπουν τις σχέσεις του
οργανισμού με τα μέλη του. Το Υπουργικό Συμβούλιο, με απόφασή του με
αριθμό 56.563 και ημερομηνία 16 Οκτωβρίου 2002, ενέκρινε το κείμενο της
συμφωνίας και εξουσιοδότησε τη μόνιμη αντιπρόσωπο της Κύπρου στον
οργανισμό αυτό να υπογράψει την πιο πάνω συμφωνία, η οποία υπογράφτηκε εκ
μέρους της Δημοκρατίας στις 22 Μαρτίου 2004.
Το υπό αναφορά νομοσχέδιο εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο με την
απόφασή του με αριθμό 60.893 και ημερομηνία 6 Οκτωβρίου 2004 και θέση του
Υπουργείου Εξωτερικών είναι ότι οι πρόνοιες της συμφωνίας αυτής είναι
αυτονόητες και δε θίγουν οποιαδήποτε εθνικά συμφέροντα και γι’
αυτό πρέπει να ψηφιστεί το ταχύτερο δυνατό από τη Βουλή, ώστε να
προχωρήσουμε με την κατάθεση του σχετικού εγγράφου επικύρωσης στο
θεματοφύλακα της συνθήκης, δηλαδή το γενικό διευθυντή του Οργανισμού
Απαγόρευσης Χημικών Όπλων, οπότε και θα τεθεί σε ισχύ η συμφωνία αυτή για
την Κύπρο.
Σκοπός του δεύτερου νομοσχεδίου είναι η κύρωση της Σύμβασης περί
Περιορισμού της Ευθύνης για Ναυτικές Απαιτήσεις του 1976 και του
Πρωτοκόλλου της του 1996, το οποίο τροποποιεί την εν λόγω σύμβαση.
Επιπρόσθετα, το νομοσχέδιο αυτό περιέχει συμπληρωματικές διατάξεις με
βάση τις οποίες η Δημοκρατία ασκεί το δικαίωμα που χορηγεί η σύμβαση στα
συμβαλλόμενα μέρη να έχουν δικές τους ρυθμίσεις για συγκεκριμένα θέματα,
όπως:
1. τον περιορισμό της εφαρμογής της σύμβασης,
2. την κατά προτεραιότητα ικανοποίηση ορισμένων απαιτήσεων έναντι
άλλων,
3. την επιλογή δικαστηρίου στο οποίο δύναται να συστήνεται ταμείο
περιορισμού της ευθύνης,
4. την επέκταση του δικαιώματος υποκατάστασης δικαιούχου σε ταμείο
περιορισμού της ευθύνης,
5. τη ρύθμιση με κανονισμούς του συστήματος περιορισμού της
ευθύνης το οποίο εφαρμόζεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.
Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση που συνοδεύει το δεύτερο
νομοσχέδιο, η υπό αναφορά σύμβαση καθορίζει το γενικό καθεστώς
περιορισμού της ευθύνης του πλοιοκτήτη σε σχέση με διάφορα ζητήματα, όπως
οι απαιτήσεις για απώλεια ζωής, η σωματική βλάβη, η ζημιά σε περιουσία
που λαμβάνει χώρα πάνω σε πλοίο ή σχετίζεται άμεσα με τη λειτουργία του
πλοίου, καθώς και απαιτήσεις για ζημιά που οφείλεται στην καθυστέρηση της
θαλάσσιας μεταφοράς φορτίου, επιβατών ή των αποσκευών τους. Το Πρωτόκολλο
του 1996 τροποποιεί τη σύμβαση αυτή προνοώντας αύξηση του ποσού της
καταβλητέας αποζημίωσης και εισάγοντας απλουστευμένη διαδικασία
αναθεώρησης του ποσού αυτού.
Σύμφωνα με την ίδια εισηγητική έκθεση, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει
θεσπίσει οποιοδήποτε νόμο ούτε έχει κυρώσει διεθνή σύμβαση που να διέπει
το γενικό καθεστώς περιορισμού της ευθύνης του πλοιοκτήτη και η ρύθμιση
των θεμάτων αυτών περιοριζόταν μέχρι πρόσφατα μόνο στα θέματα της ευθύνης
του πλοιοκτήτη σε σχέση με ζημιά που προκαλείται από ρύπανση από
πετρέλαιο, σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις που κυρώθηκαν από τη
Δημοκρατία για το σκοπό αυτό. Επίσης, αναμένεται ότι η προσχώρηση της
Δημοκρατίας στη σύμβαση αυτή θα συμπληρώσει ένα μεγάλο νομοθετικό κενό
στο θέμα του περιορισμού της ευθύνης του πλοιοκτήτη.
Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της
επιτροπής, το νομοσχέδιο τέθηκε υπόψη των ενδιαφερόμενων φορέων, οι
οποίοι συμφώνησαν με τις διατάξεις του.
Σημειώνεται επίσης ότι τα πλείστα συμβαλλόμενα μέρη έχουν ήδη κυρώσει
τη σύμβαση και το πρωτόκολλο με κάποιες επιφυλάξεις, συμπεριλαμβανομένων
και κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Υπουργικό Συμβούλιο με απόφασή
του, ημερομηνίας 13 Απριλίου 2005, ενέκρινε το υπό αναφορά νομοσχέδιο.
Σκοπός του τρίτου νομοσχεδίου είναι η κύρωση του Πρωτοκόλλου σχετικά
με την Προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στη Διεθνή Σύμβαση
EUROCONTROL, που αφορά τη συνεργασία και την ασφάλεια της αεροναυτιλίας,
της 13ης Δεκεμβρίου 1960, όπως τροποποιήθηκε και κοινοποιήθηκε με το
Πρωτόκολλο της 27ης Ιουνίου 1997. Με το πρωτόκολλο αυτό σκοπείται η
προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στη Διεθνή Σύμβαση EUROCONTROL, ώστε
να βοηθηθεί ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια της Ναυτιλίας να
επιτύχει τους στόχους του και να αποτελέσει στην Ευρώπη έναν ενιαίο και
αποτελεσματικό οργανισμό για τον καθορισμό της πολιτικής στον τομέα της
διαχείρισης της εναέριας κυκλοφορίας.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει το νομοσχέδιο αυτό, η
Διεθνής Σύμβαση EUROCONTROL έχει κυρωθεί από την Κυπριακή Δημοκρατία
δυνάμει των περί της Διεθνούς Συμβάσεως EUROCONTROL (Κυρωτικών) Νόμων του
1990 και 2000 και τα μέτρα εφαρμογής της προβλέπονται στους εν λόγω
κυρωτικούς νόμους και στους περί Πολιτικής Αεροπορίας Νόμους του 2002 και
2004.
Σκοπός του τέταρτου υπό αναφορά νομοσχεδίου είναι η κύρωση της
Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Άσκηση των Δικαιωμάτων του Παιδιού, η οποία
υιοθετήθηκε από την Εξ Υπουργών Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης στις
16 Νοεμβρίου 1995, τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2000 και μέχρι σήμερα
έχει υπογραφτεί από 24 χώρες και κυρώθηκε από 9 χώρες.
Σύμφωνα με το αιτιολογικό σημείωμα που συνοδεύει το εν λόγω
νομοσχέδιο, η Κυπριακή Δημοκρατία υπέγραψε τη σύμβαση αυτή στις 4
Σεπτεμβρίου 2002, μετά από σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, με
αριθμό 56.045 και ημερομηνία 11 Ιουλίου 2002, η οποία καθόρισε τις
ακόλουθες κατηγορίες οικογενειακών υποθέσεων στις οποίες εφαρμόζεται η
σύμβαση:
1. Τη γονική μέριμνα.
2. Τη φύλαξη.
3. Τη διαμονή.
4. Την επικοινωνία.
5. Την υιοθεσία.
6. Την προστασία από σκληρή και απάνθρωπη μεταχείριση.
Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του Υπουργείου Εργασίας και
Κοινωνικών Ασφαλίσεων που συνοδεύει το νομοσχέδιο αυτό, βασικός στόχος
της σύμβασης είναι η διασφάλιση των συμφερόντων των παιδιών ηλικίας κάτω
των δεκαοκτώ χρονών σε διαδικασίες ενώπιον δικαστικής αρχής. Ειδικότερα,
η σύμβαση αυτή περιέχει αριθμό διαδικαστικών μέτρων που στοχεύουν στο να
διευκολύνουν τα παιδιά να ασκήσουν τα δικαιώματά τους, όταν
παρουσιάζονται σε διαδικασίες ενώπιον δικαστικών αρχών.
Με βάση τις πληροφορίες που περιέχονται στην ίδια εισηγητική έκθεση,
για τη μελέτη της σύμβασης αυτής συστάθηκε ειδική νομοπαρασκευαστική
επιτροπή υπό την προεδρία της Επιτρόπου Νομοθεσίας, η οποία μελέτησε το
θέμα εφαρμογής της σύμβασης και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα θέματα που
καλύπτει η σύμβαση αυτή ρυθμίζονται ήδη από υφιστάμενη νομοθεσία ή
πρόκειται να ρυθμιστούν με νομοθεσία που προωθείται. Στην πιο πάνω
νομοπαρασκευαστική επιτροπή συμμετείχαν επίσης ο πρόεδρος του
Οικογενειακού Δικαστηρίου και εκπρόσωποι του Γραφείου του Γενικού
Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών
Ασφαλίσεων (Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας) και του Υπουργείου
Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως. Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τους
αρμοδίους, δεν αναμένεται να υπάρξει δημοσιονομικό κόστος από την κύρωση
της σύμβασης.
Υπό το φως των πιο πάνω, η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Εξωτερικών ομόφωνα
εισηγείται στη Βουλή την ψήφιση των υπό αναφορά νομοσχεδίων σε νόμους για
την κατά νόμο κύρωση των συμβάσεων αυτών.
5 Ιουλίου 2005
|