Κοινή έκθεση των Κοινοβουλευτικών Επιτροπών Εξωτερικών
και Νομικών για το θέμα που τιτλοφορείται
«Βρετανικές Βάσεις (πολιτικές και νομικές
πτυχές)»
Παρόντες:
Κοινοβουλευτική Επιτροπή
Εξωτερικών |
Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών |
Νίκος Αναστασιάδης, πρόεδρος |
Ιωνάς Νικολάου, πρόεδρος |
Ελένη Θεοχάρους |
Καίτη Κληρίδου |
Άντρος Κυπριανού |
Γιαννάκης Θωμά |
Τάκης Χατζηγεωργίου |
Ανδρέας Αγγελίδης |
Ανδρέας Αγγελίδης |
Ζαχαρίας Κουλίας |
Αθηνά Κυριακίδου |
Γιαννάκης Ομήρου |
Γιώργος Βαρνάβα |
Γιώργος Βαρνάβα |
Ντίνος Μιχαηλίδης |
Ανδρούλα Βασιλείου |
Δημήτρης Συλλούρης |
Χριστόδουλος Ταραμουντάς |
|
Μη μέλη των επιτροπών: |
|
Άριστος Χρυσοστόμου |
|
Βάσος Λυσσαρίδης |
|
Γιώργος Περδίκης |
Ιστορικό και λόγοι εγγραφής του θέματος
Το πιο πάνω θέμα, αφού πρώτα ενεγράφη στο Τέταρτο
Κεφάλαιο της ημερήσιας διάταξης της ολομέλειας της Βουλής στις 20 Ιουλίου
2004, με εισήγηση του βουλευτή του Κινήματος Σοσιαλδημοκρατών ΕΔΕΚ κ.
Βάσου Λυσσαρίδη, ακολούθως παραπέμφθηκε από την ολομέλεια του σώματος
στις Κοινοβουλευτικές Επιτροπές Εξωτερικών και Νομικών για συζήτηση και
υποβολή κοινής έκθεσης προς το σώμα.
Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Εξωτερικών και η
Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών σε δύο κοινές συνεδρίες τους που
πραγματοποιήθηκαν στις 7 Μαρτίου και στις 15 Απριλίου 2005 συζήτησαν,
κεκλεισμένων των θυρών, το πιο πάνω θέμα. Στην πρώτη συνεδρία
παρευρέθηκαν ο Υπουργός Εξωτερικών, κ. Γιώργος Ιακώβου και ο τέως Γενικός
Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, κ. Σόλωνας Νικήτας. Ακολούθως οι δύο
επιτροπές σε νέα κοινή συνεδρία τους που πραγματοποιήθηκε στις 7 Ιουνίου
2005 συζήτησαν και ενέκριναν την παρούσα έκθεση.
Θέσεις του εισηγητή
Τονίζοντας την ανάγκη ανακίνησης του ευρύτερου θέματος
της παρουσίας των βρετανικών βάσεων στην Κύπρο και των προεκτάσεών του
στην παρούσα φάση διεργασιών και συζήτησης του Κυπριακού σε διάφορα
επίπεδα, ο εισηγητής του θέματος κ. Βάσος Λυσσαρίδης κατέθεσε τους
ακόλουθους λόγους:
Η ανάγκη συζήτησης του θέματος είναι συνυφασμένη από
τη μια με το γεγονός ότι οι Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου που διέπουν το θέμα
των βρετανικών βάσεων περιελήφθηκαν και στη Συνθήκη για τη Θέσπιση του
Ευρωπαϊκού Συντάγματος, και από την άλλη με την αρνητική στάση του
Ηνωμένου Βασιλείου στην υπόθεση της Κύπρου, η οποία με την όλη στάση του
παραβίασε ουσιαστικά τις Συνθήκες που το ίδιο υπέγραψε. Σύμφωνα με τις
Συνθήκες αυτές, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει καθήκον να διαφυλάσσει την
οντότητα και την ασφάλεια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αντίθετα με τις κατά
καιρούς ενέργειές του, αλλά και πιο πρόσφατα, σε σχέση με τις διεργασίες
για το Σχέδιο Ανάν, πριν και κατά τη συζήτησή του, αλλά και μετά την
απόρριψή του από την ελληνοκυπριακή πλευρά, ουσιαστικά συμβάλλει στη
νομική αναβάθμιση του παράνομου κατοχικού καθεστώτος.
Υπό το φως των πιο πάνω, ο εισηγητής θεωρεί ότι,
επειδή η κατοχή εδαφών εκτός της γεωγραφικής επικράτειας κάθε χώρας είναι
παράνομη όπως και η έμμεση συνέχιση της αποικιοκρατίας, επιβάλλεται η εκ
μέρους του κυπριακού κοινοβουλίου διασαφήνιση του “νομικού καθεστώτος”
λειτουργίας των βρετανικών βάσεων έτσι που να διαφανεί ξεκάθαρα ότι το
Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει ουσιαστική κυριαρχία στα εδάφη των καλούμενων
«κυρίαρχων» βρετανικών βάσεων, αλλά έχει τόση κυριαρχία όση μόνο είναι
απαραίτητη για στρατιωτικούς λόγους και όχι για διοικητικούς,
οικονομικούς και/ή οποιουσδήποτε άλλους λόγους.
Υποστηρίζοντας περαιτέρω την πιο πάνω θέση, ο
εισηγητής του θέματος παρέθεσε μια σειρά από λόγους, για τους οποίους
θεωρεί ότι οι βρετανικές βάσεις δεν έχουν απόλυτη κυριαρχία και
επιπρόσθετα ότι έχουν ειδικές υποχρεώσεις έναντι της Κυπριακής
Δημοκρατίας, τις οποίες δεν εκπληρούν εδώ και πολλά χρόνια:
Το Ηνωμένο Βασίλειο προέβαλε τον ισχυρισμό ότι δεν
του έχει παραδοθεί κυριαρχία από την Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά ότι
την κυριαρχία που έχει, τη συντηρεί ως συνέχεια του γεγονότος ότι η
Κύπρος υπήρξε αποικία. Η θέση όμως αυτή συγκρούεται σαφώς με το
διεθνές δίκαιο και με σχετικές αποφάσεις του Οργανισμού Ηνωμένων
Εθνών για την εξάλειψη της αποικιοκρατίας, σύμφωνα με τις οποίες
καμία χώρα δε δικαιούται να κατέχει εδάφη εκτός της επικράτειάς της.
Σύμφωνα με ερμηνεία η οποία υποστηρίζεται από
σωρεία εγγράφων, τα εδάφη των βρετανικών βάσεων στην Κύπρο κρατήθηκαν
από το Ηνωμένο Βασίλειο μόνο για στρατιωτικούς σκοπούς και δεν
υφίσταται καθαρή επικυριαρχία για οποιοδήποτε άλλο σκοπό. Συναφώς
τονίζεται ότι τα χωρικά ύδατα της Κύπρου θα πρέπει να
χρησιμοποιούνται μόνο για σκοπούς στρατιωτικής πρόσβασης και όχι για
οικονομικούς ή άλλους σκοπούς.
Η ερμηνεία όμως της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως της
Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως η ερμηνεία αυτή δίδεται υποκειμενικά εκ
μέρους του Ηνωμένου Βασιλείου, παραπέμπει σε χρήση του εναέριου χώρου
και των χωρικών υδάτων ανά πάσα στιγμή, καθ’ ην στιγμή προβλέπεται σ’
αυτήν ότι πρέπει να προηγείται συνεννόηση με την κυπριακή κυβέρνηση,
διάταξη η οποία καταστρατηγείται συνεχώς.
Δυνάμει της ίδιας της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως, ο
κάθε πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας πέραν των κατοίκων των
βρετανικών βάσεων, δικαιούται να έχει πρόσβαση και ελεύθερη
επικοινωνία στο έδαφος των βρετανικών βάσεων, εκτός αν υπάρχουν
ειδικοί λόγοι ασφάλειας που πρέπει όμως να εξειδικεύονται ρητά. Παρά
τη σαφή αυτή διάταξη, οι βρετανικές βάσεις ακολουθούν την τακτική να
ανακόπτουν ανά πάσα στιγμή την ελεύθερη πρόσβαση προς τα εδάφη των
βρετανικών βάσεων αναφέροντας μόνο γενικούς λόγους ασφάλειας.
Οι βρετανικές βάσεις λειτουργούν εν πολλοίς με
βάση διατάγματα του διοικητή των βρετανικών βάσεων κατά το
αποικιοκρατικό πρότυπο, χωρίς αποφάσεις περιβεβλημένες με νομικό
κύρος είτε του βρετανικού είτε του κυπριακού κοινοβουλίου. Το γεγονός
αυτό παραπέμπει σε ακυρότητα των αποφάσεων των δικαστηρίων των
βρετανικών βάσεων, αφού οι δικαστικές αποφάσεις δεν μπορούν να έχουν
ως έρεισμα διατάγματα και πράξεις διοικητικής φύσεως.
Βάσει της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως και των
Παραρτημάτων της, το Ηνωμένο Βασίλειο οφείλει προς την Κυπριακή
Δημοκρατία μεγάλα χρηματικά ποσά, ως οικονομική βοήθεια, προς αυτήν,
αλλά επιπρόσθετα και ως αντίτιμο για παρεχόμενες από τη Δημοκρατία
προς τις βρετανικές βάσεις διευκολύνσεις. Τα ποσά αυτά δεν
καταβάλλονται εδώ και πάρα πολλά χρόνια, με την επίκληση μεταξύ άλλων
του ισχυρισμού από πλευράς του Ηνωμένου Βασιλείου ότι σε περίπτωση
που θα προχωρήσει στην καταβολή των οφειλομένων, η Δημοκρατία δεν
πρόκειται να αποδώσει το αναλογούν μέρος στους Τουρκοκυπρίους.
Συμπληρώνοντας το όλο σκεπτικό, με βάση το οποίο η
ανακίνηση του όλου θέματος κρίνεται τώρα επίκαιρη, ο κ. Βάσος Λυσσαρίδης
επισήμανε ότι ενόψει της επικείμενης συζήτησης για τη Συνθήκη για τη
Θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης από το κυπριακό κοινοβούλιο, θα πρέπει να
διαφανεί με ποιο τρόπο ενδεχόμενη κύρωση από την Κυπριακή Δημοκρατία της
Συνταγματικής Συνθήκης είναι δυνατό να περιπλέξει τα πράγματα. Σε τέτοια
περίπτωση η χώρα είναι ενδεχόμενο να οδηγηθεί σε τετελεσμένα γεγονότα,
αφού σε μεγάλο αριθμό άρθρων της εν λόγω Συνθήκης έχει συμπεριληφθεί
αριθμός προνοιών που αφορούν τις βρετανικές βάσεις στην Κύπρο, χωρίς η
Δημοκρατία να έχει λάβει τις απαραίτητες διευκρινίσεις ή να έχει
οποιαδήποτε ενημέρωση σε σχέση με τις αναφορές αυτές. Συνεπώς με τη
συζήτηση του όλου θέματος θα διαφανούν οι πραγματικές προεκτάσεις του
σοβαρού αυτού ζητήματος, τόσο από νομικής όσο και από πολιτικής σκοπιάς.
Θέσεις των κυβερνητικών αρμοδίων
Ενώπιον των επιτροπών κλήθηκαν να καταθέσουν τις
θέσεις τους, σύμφωνα με τους όρους εντολής που εκπηγάζουν από τον ίδιο
τον τίτλο του θέματος, τόσο επί της πολιτικής όσο και επί της νομικής
πτυχής του ζητήματος, ο Υπουργός Εξωτερικών και ο τέως Γενικός
Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, αντίστοιχα.
Για σκοπούς καλύτερης κατανόησης των προεκτάσεων του
υπό συζήτηση θέματος θα παρατεθεί σε πρώτο στάδιο η νομική πτυχή αυτού,
όπως αυτή έχει εκτεθεί, ενώπιον των επιτροπών, από τον τέως Γενικό
Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, κ. Σόλωνα Νικήτα, και σε δεύτερο στάδιο η
πολιτική πτυχή.
Σημειώνεται ότι η νομική πτυχή του ζητήματος
εκτείνεται, σύμφωνα με τα θέματα που απασχόλησαν τις δύο επιτροπές, στα
ακόλουθα:
Στο νομικό καθεστώς λειτουργίας των βρετανικών
βάσεων και στο συνυφασμένο ζήτημα του απόλυτου ή μη της κυριαρχίας
τους.
Σε άλλα ειδικά ζητήματα, τα οποία αφορούν τις
παρεχόμενες εκ μέρους της Δημοκρατίας προς τις βρετανικές βάσεις
«διευκολύνσεις» και την προβλεπόμενη στις Συνθήκες οικονομική
«βοήθεια» προς τη Δημοκρατία και των αντίστοιχων χρηματικών ποσών που
οφείλονται από το Ηνωμένο Βασίλειο για τις υποχρεώσεις αυτές και
τέλος στο ειδικό ζήτημα της αναγνώρισης ή μη υπέρ των βρετανικών
βάσεων, αιγιαλίτιδας ζώνης.
Οι θέσεις που παρατίθενται ακολούθως ως προς τις δύο
πτυχές του υπό συζήτηση θέματος εξάγονται μέσα από τα αποστενογραφηθέντα
πρακτικά των συνεδριάσεων αυτών. Σημειώνεται ότι τα τηρηθέντα
αποστενογραφημένα πρακτικά αποδίδουν αυτολεξεί τα όσα λέχθηκαν κατά τη
διάρκεια της σχετικής συζήτησης. Περαιτέρω κατά την αξιολόγηση των
τηρηθέντων πρακτικών μελετήθηκαν επίσης τα σχετικά με τα όσα αναφέρθηκαν
άρθρα της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως και της Συνθήκης Εγγυήσεως της Κυπριακής
Δημοκρατίας.
Νομική πτυχή
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας
Ο τέως Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας
προβαίνοντας σε ανάλυση της νομικής πτυχής του θέματος ενδιέτριψε τόσο
στο θέμα της κυριαρχίας των βρετανικών βάσεων όσο και σε άλλες επί μέρους
πτυχές του.
Νομικό καθεστώς λειτουργίας- κυριαρχία
Η νομική βάση επί της οποίας εδράζεται η παρουσία
των βρετανικών βάσεων στην Κύπρο είναι η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης του 1960
μαζί με τα Παραρτήματά της, η οποία υπογράφηκε από τους εκλεγέντες
Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ως πρώτο πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας και τον
Δρ. Κουτσούκ, ως τον πρώτο αντιπρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το νομικό αυτό πλαίσιο συμπληρώνεται από τις
Διακοινώσεις, οι οποίες αντηλλάγησαν στις 16 Φεβρουαρίου 1960 και οι
οποίες έχουν δεσμευτική νομική ισχύ από την ημερομηνία της υπογραφής
τους.
Μια από τις σημαντικότερες Διακοινώσεις σχετίζεται με
το θέμα της κυριαρχίας των βρετανικών βάσεων και με βάση τα
διαλαμβανόμενα σ’ αυτήν, το Ηνωμένο Βασίλειο αυτοδεσμεύεται να μην
προβαίνει σε ορισμένες ενέργειες σε σχέση με τις βρετανικές βάσεις στην
Κύπρο. Οι ενέργειες στις οποίες το Ηνωμένο Βασίλειο αυτοδεσμεύθηκε να μην
προβαίνει είναι οι ακόλουθες:
Οι βρετανικές βάσεις δε θα αναπτύσσονται για
σκοπούς άλλους από στρατιωτικούς.
Δε θα ιδρύονται και να τελούν υπό διοίκηση
αποικίες.
Δε θα καθιδρύονται τελωνειακοί δεσμοί μεταξύ της
Δημοκρατίας και των βρετανικών βάσεων.
Δε θα επιτρέπεται η σύσταση εμπορικών ή
βιομηχανικών επιχειρήσεων, εκτός εκείνων που συνδέονται άμεσα με τη
στρατιωτική παρουσία των Βρετανών στις βάσεις και εν πάση περιπτώσει
δε θα γίνονται ενέργειες που θα μπορούσαν να παραβλάψουν τη
βιομηχανική και την επιχειρηματική ενότητα της νήσου.
Δε θα κατασκευάζονται εμπορικά λιμάνια ή
αεροδρόμια.
Δε θα επιβλέπεται η εγκατάσταση πληθυσμών, εκτός
αν υπάρχουν προσωρινοί λόγοι.
Δε θα απαλλοτριώνονται περιουσίες χωρίς την
καταβολή των αναγκαίων αποζημιώσεων.
Υπό το φως των πιο πάνω αυτοδεσμεύσεων σε σχέση με τη
διενέργεια συγκεκριμένων πράξεων εκ μέρους του Ηνωμένου Βασιλείου,
καταδεικνύεται ότι οι βρετανικές βάσεις δεν έχουν παντοδύναμη κυριαρχία,
αλλά ότι η ίδια η τότε αποικιακή δύναμη είχε εξ αρχής αυτοπεριοριστεί
όσον αφορά τα δικαιώματά της.
Υποστηρίζοντας συναφώς τη θέση ότι η κυριαρχία του
Ηνωμένου Βασιλείου σε σχέση με τις βρετανικές βάσεις δεν είναι απόλυτη, ο
τέως Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κατέθεσε ενώπιον των δύο
επιτροπών διάφορες διεθνείς νομικές αυθεντίες, καθώς και άλλες που
εξάγονται μέσα από την κυπριακή νομολογία:
Η αυτοδέσμευση του Ηνωμένου Βασιλείου ως προς τη
μη διενέργεια συγκεκριμένων ενεργειών καταδεικνύει το περιορισμένο
της κυριαρχίας της, αφού οι πιο πάνω αναφερόμενες συγκεκριμένες
ενέργειες μόνο όταν ασκούνται από ένα κράτος και σε πλήρη έκταση
υποδηλούν και αποτελούν πλήρη κυριαρχία. (Starke:
«An Introduction to International Law» 10η έκδοση).
Ο Γάλλος διεθνολόγος Allain
Pellet αναφέρει για τις βάσεις:
«Πρόκειται για μεταβίβαση περιοχών και όχι για
μεταβίβαση κυριαρχίας».
Στην κυπριακή νομολογία, μεταξύ άλλων, τονίζεται
ότι οι βρετανικές βάσεις διατηρούνται για στρατιωτικούς σκοπούς και
δε δύναται η κυριαρχία τους να εκτείνεται αλλού. Συγκεκριμένα
αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Οι δύο περιοχές των βάσεων, με τη Συνθήκη
Εγκαθίδρυσης, παρέμειναν κάτω από την επικυριαρχία του Ηνωμένου
Βασιλείου. Το προηγούμενο καθεστώς των περιοχών αυτών, μέρος της
αποικίας της Κύπρου, έπαυσε να υφίσταται. Το καθεστώς των Βάσεων
καθορίζεται, ρυθμίζεται και διέπεται από τη Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως,
περιλαμβανομένων Δηλώσεων, Παραρτημάτων και Νότων που αντηλλάγησαν.
Το όνομα των περιοχών αυτών ελέγχεται από τη λέξη ‘ base’,
το οποίο καθαρά δηλώνει στρατιωτική χρήση. Με βάση την τελολογική
μέθοδο και τις αρχές ερμηνείας που αναφέρθηκαν πιο πάνω, δεν υπάρχει
αμφιβολία ότι οι κυρίαρχες περιοχές των βάσεων δεν είναι ούτε κράτος
ούτε αποικία, αλλά περιοχές της νήσου Κύπρου, στις οποίες το Ηνωμένο
Βασίλειο, κατά το χρόνο της εγκαθίδρυσης της Δημοκρατίας της Κύπρου,
μόνο για στρατιωτικούς και αμυντικούς σκοπούς διατήρησε την
επικυριαρχία κάτω από τους περιορισμούς και προσδιορισμούς που
αναφέρονται στα διεθνή και διμερή έγγραφα.» (Απόσπασμα δικαστικής
απόφασης στην υπόθεση «Graham Thomas Preece v. Εστία Ασφαλιστική και
Αντασφαλισιτκή Εταιρεία Α.Ε.», ημερομηνίας 27.6.1991, πολιτική έφεση
Αρ. 7656/1991).
Το σκεπτικό της πιο πάνω απόφασης ακολουθήθηκε
επίσης μεταγενέστερα σε δύο αποφάσεις. (Υπόθεση Αρ.
1147/1990 «Ανδρέας Σωκράτους v.
Συμβουλίου Βελτιώσεως Επισκοπής», ημερομηνίας 13.5.1992 και υπόθεση
Αρ. 1128/1999 «Caramondani
Desalination
Plants
Ltd και Συμβουλίου
Βελτιώσεως Ορμήδειας», ημερομηνίας 13.6.2000).
Διευκολύνσεις - Βοήθεια
Το όλο θέμα αφορά αφενός το χρηματικό αντίτιμο που το
Ηνωμένο Βασίλειο οφείλει προς την Κυπριακή Δημοκρατία, για
«διευκολύνσεις» τις οποίες η Δημοκρατία παρέχει προς τις βρετανικές
βάσεις, και αφετέρου την οικονομική «βοήθεια» που το Ηνωμένο Βασίλειο,
όπως προβλέπεται στις Συνθήκες, πρέπει να παραχωρεί στη Δημοκρατία. και
οι δύο υποχρεώσεις βασίζονται σε σχετικές προβλέψεις σε δύο χωριστά
παραρτήματα της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως.
Με βάση τις σχετικές πρόνοιες της Συνθήκης
Εγκαθιδρύσεως καταβλήθηκε από το Ηνωμένο Βασίλειο μόνο το ποσό των δώδεκα
εκατομμυρίων λιρών και αυτό για την πρώτη πενταετία από της εγκαθιδρύσεως
της Δημοκρατίας. Έκτοτε, και παρά τη σχετική πρόβλεψη ότι πριν από το
τέλος εκάστης πενταετίας, θα έπρεπε να προηγούνται διαβουλεύσεις μεταξύ
των δύο μερών για τον καθορισμό του οφειλομένου αντιτίμου σε σχέση με την
επόμενη πενταετία, κανένα άλλο ποσό δεν έχει καταβληθεί προς τη
Δημοκρατία.
Για τον ίδιο τον κ. Νικήτα είναι σαφές ότι η υποχρέωση
αυτή αναλήφθηκε από το Ηνωμένο Βασίλειο στο διηνεκές, υπό τη μόνη
προϋπόθεση της επίτευξης συμφωνίας ως προς το ύψος των καταβλητέων ποσών.
υπήρξε όμως εκ μέρους της βρετανικής κυβέρνησης προσπάθεια, στα πλαίσια
διάφορων διαπραγματεύσεων, εξίσωσης των δύο θεμάτων, δηλαδή ότι η
οικονομική βοήθεια συνδέεται με τις παρεχόμενες διευκολύνσεις, τις οποίες
απολαμβάνουν οι βρετανικές βάσεις στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας
και ότι αντίστοιχα αυτή προβλέπεται λόγω των διευκολύνσεων αυτών.
Ωστόσο η θέση του κ. Νικήτα είναι ότι στην ουσία
πρόκειται περί δύο ξεχωριστών υποχρεώσεων, αφού εμφαίνονται σε δύο
διαφορετικά παραρτήματα της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως, στα σχετικά δε
παραρτήματα γίνεται αναφορά σε χορηγία (grand)
και σε πληρωμές (payments), τις οποίες το
Ηνωμένο Βασίλειο ανέλαβε να καταβάλλει στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Το όλο θέμα βρίσκεται με διάφορους τρόπους υπό
αμφισβήτηση από πλευράς του Ηνωμένου Βασιλείου, διαφαίνεται δε ότι η
επίλυσή του, σύμφωνα με τον κ. Νικήτα, θα μπορούσε να επιδιωχθεί εκ
μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας σε διεθνή δικαστικά σώματα, ενώ για
πασιφανείς διευκολύνσεις, όπως είναι π.χ. η χρήση των δρόμων για τους
οποίους η Δημοκρατία προβαίνει σε δαπάνες από τον προϋπολογισμό της, θα
μπορούσε να είχε επιδιωχθεί η καταβολή αντισταθμίσματος.
Αιγιαλίτιδα ζώνη - χωρικά ύδατα
Το θέμα έχει συζητηθεί επισταμένα κατά καιρούς και
υπάρχουν γνωμοδοτήσεις, με βάση τις οποίες δεν αναγνωρίζεται αιγιαλίτιδα
ζώνη στις βρετανικές βάσεις και συνεπώς υφαλοκρηπίδα
(δηλαδή προέκταση της ξηράς προς τη θάλασσα). Η θέση αυτή αποτελεί
και θέση της Νομικής Υπηρεσίας.
Σε σχετική απόφαση κυπριακού δικαστηρίου, σε ποινική
υπόθεση, αναφέρεται ότι το δικαστήριο έχει δικαιοδοσία για εγκλήματα που
διαπράττονται στα χωρικά ύδατα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στην ίδια
υπόθεση αναφέρεται επίσης ότι υφίσταται μαχητό τεκμήριο, το οποίο δύναται
να ανατραπεί μόνο εφόσον προσκομιστεί ικανοποιητική απόδειξη ότι τα
χωρικά ύδατα που αντιστοιχούν στις βρετανικές βάσεις αποτελούν μέρος
τους.
Συναφώς με τα πιο πάνω, ο κ. Νικήτας υπέδειξε ότι με
τη διατύπωση του σχετικού άρθρου της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως,
δημιουργείται απορία, καθότι αυτή γίνεται κατά ένα περίεργα αρνητικό
τρόπο, προβλέποντας ότι η Κύπρος δε θα υποβάλει αίτημα ότι τα θαλάσσια
ύδατα που βρίσκονται μεταξύ συγκεκριμένων γραμμών (Line
I
and
Line
II), όπως αυτά
περιγράφονται στο συγκεκριμένο άρθρο, θα αποτελέσουν ποτέ μέρος των
χωρικών υδάτων της.
Πολιτική πτυχή του θέματος
Υπουργός Εξωτερικών
Αναλύοντας την πολιτική πτυχή του θέματος, ο αρμόδιος
Υπουργός υποστήριξε τα ακόλουθα:
Η Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως αναφέρει ότι το Ηνωμένο
Βασίλειο, η Ελλάδα και η Τουρκία αφενός και η Κυπριακή Δημοκρατία
αφετέρου, δηλαδή το κράτος που δημιουργήθηκε με τη Συνθήκη αυτή,
αποδέχονταν ότι το έδαφος των περιοχών Δεκέλειας και Ακρωτηρίου θα
παρέμενε υπό την κυριαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου.
Στη Συνθήκη Εγγυήσεως γίνεται αναφορά σε τρεις
εγγυήτριες χώρες, δηλαδή στην Ελλάδα, στην Τουρκία και στο Ηνωμένο
Βασίλειο, οι οποίες εγγυώνται την Κυπριακή Δημοκρατία. Οι πρόνοιες
του άρθρου III αυτής προβλέπουν ότι
η Δημοκρατία της Κύπρου και οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της
Τουρκίας αναλαμβάνουν την υποχρέωση να σέβονται την
ακεραιότητα των βρετανικών βάσεων, δηλαδή την ύπαρξή τους.
2. Η Συνθήκη Προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και
πιο συγκεκριμένα το Πρωτόκολλο Αρ. 3 αυτής, προβλέπει ότι οι
βρετανικές βάσεις παραμένουν μη κοινοτικό έδαφος. Ειδικότερα, το
Ηνωμένο Βασίλειο κατά την ένταξή του στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το 1973,
ζήτησε την εξαίρεση του εδάφους των βρετανικών βάσεων από του να
αποτελούν μέρος των εδαφών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η θέση της αυτή
παρέμεινε σταθερή στη διάρκεια των διαδικασιών ένταξης της Κυπριακής
Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ωστόσο ύστερα από διαπραγματεύσεις μεταξύ της
Κυπριακής Δημοκρατίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής κατέστη δυνατό να καθορισθεί στο Πρωτόκολλο Αρ. 3, το οποίο
συνήφθη στην Πράξη Προσχώρησης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι
παρ’ όλο που το έδαφος των βρετανικών βάσεων δεν ανήκει στην
Ευρωπαϊκή Ένωση, εντούτοις θα εφαρμόζεται σ’ αυτό ένα μέρος
του ευρωπαϊκού κεκτημένου.
Επιπρόσθετα με απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου
επεκτάθηκε στο έδαφος των βρετανικών βάσεων η Ευρωπαϊκή Σύμβαση
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΑΔ) του 1950. Παρ’ όλα αυτά, εξαιρέθηκε η
επέκταση – εφαρμογή του Πρώτου, του Τέταρτου, του Έκτου, του Έβδομου
και του Δωδέκατου Πρωτοκόλλου. Συνεπώς, οποιοσδήποτε Κύπριος ή
αλλοδαπός υπόκειται στη δικαιοδοσία του Ηνωμένου Βασιλείου στο έδαφος
των βρετανικών βάσεων μπορεί πλέον να προσφεύγει
εναντίον του Ηνωμένου Βασιλείου, εφόσον παραβιάζονται δικαιώματά του,
τα οποία προβλέπονται στο μέρος της ΕΣΑΔ που εφαρμόζεται.
Οι βρετανικές βάσεις εξυπηρετούν για το Ηνωμένο
Βασίλειο αμυντικούς σκοπούς και σύμφωνα πάντα με τη Συνθήκη
Εγκαθιδρύσεως υπάρχουν περιορισμοί και προσδιορισμοί, συνεπώς η
επικυριαρχία είναι περιορισμένης φύσεως. Οι βρετανικές βάσεις δεν
μπορούν να χρησιμοποιηθούν για επιθετικούς σκοπούς ούτε από το
Ηνωμένο Βασίλειο ούτε από άλλες χώρες, μπορούν όμως να
χρησιμοποιηθούν από στρατιωτικές δυνάμεις οποιασδήποτε χώρας εντός
της αγγλικής κοινοπολιτείας υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από
το μέρος της Συνθήκης που πραγματεύεται το ζήτημα αυτό.
Όσον αφορά το θέμα των παρεχόμενων από τη
Δημοκρατία διευκολύνσεων, οι Βρετανοί αμφισβητούν ότι έχουν νομική
υποχρέωση να καταβάλλουν αντίτιμο για παρεχόμενες διευκολύνσεις
καθορισμένου είδους, αρνούνται δηλαδή το περιεχόμενο των σχετικών
προνοιών.
Καθ’ όσον όμως αφορά την οικονομική βοήθεια που
πρέπει να παρέχεται στην Κυπριακή Δημοκρατία από το Ηνωμένο Βασίλειο
προβλήθηκαν κατά καιρούς εκ μέρους του, διάφορες αιτίες για τη μη
καταβολή της. Μία από τις αιτίες που κατά καιρούς προβλήθηκε είναι
ότι η οικονομική αυτή βοήθεια πρέπει να αξιοποιείται προς
όφελος ολόκληρου του λαού συμπεριλαμβανομένων και των Τουρκοκυπρίων,
όμως δεν υφίσταται καμιά εγγύηση ότι η τουρκοκυπριακή κοινότητα θα
ωφεληθεί αν καταβληθούν τα οφειλόμενα.
Προβλήθηκε, επίσης, το επιχείρημα ότι έχει
εξισωθεί το οικονομικό επίπεδο των δύο χωρών, δηλαδή της Κύπρου και
του Ηνωμένου Βασιλείου και ότι το γεγονός αυτό -της εξίσωσης- είναι
ένας από τους σχετικούς παράγοντες, που με βάση τη Συνθήκη
Εγκαθιδρύσεως, λαμβάνεται υπόψη, συνεπώς δεν υπάρχει οποιαδήποτε
ευθύνη εκ μέρους του τελευταίου.
Συνεκτιμώντας την όλη κατάσταση σε σχέση με το
θέμα των παρεχόμενων διευκολύνσεων πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι και οι
Βρετανοί παρέχουν στην Κυπριακή Δημοκρατία πολλές άλλες
διευκολύνσεις, π.χ. επί σειρά ετών όταν η Δημοκρατία
δεν είχε τα απαραίτητα μέσα, είχε αναληφθεί από αυτούς το έργο της
έρευνας και διάσωσης με τη χρήση π.χ. δικών τους ελικοπτέρων για
ικανοποίηση σε τελευταία ανάλυση διεθνών υποχρεώσεων της Κυπριακής
Δημοκρατίας.
Αναλύοντας ακόμη περαιτέρω την πολιτική πτυχή του
θέματος, ο Υπουργός Εξωτερικών προέβαλε ενώπιον των δύο επιτροπών μία
σειρά ειδικών σημείων, καταθέτοντας αντίστοιχα τη δική του εκτίμηση:
Εκπλήρωση σε πολιτικό επίπεδο των ανειλημμένων
υποχρεώσεων του Ηνωμένου Βασιλείου έναντι της Κύπρου, ως χώρας που
είχε υπογράψει τη Συνθήκη Εγγυήσεως:
Αυτή τη στιγμή υπάρχει αρνητικό κλίμα στις σχέσεις
της Κύπρου με το Ηνωμένο Βασίλειο με αποτέλεσμα την αρνητική
τοποθέτησή του σε σχέση με την υποστήριξη των θέσεων της Κυπριακής
Δημοκρατίας.
Αναγνώριση υπέρ των βάσεων, υφαλοκρηπίδας και
οικονομικής ζώνης:
Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν αποδέχεται τη θέση ότι
οι βρετανικές βάσεις έχουν οικονομική ζώνη ή υφαλοκρηπίδα. Η θέση της
Δημοκρατίας παρουσιάζεται καθαρά και μέσα από τις
διαπραγματεύσεις που έγιναν για τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ των
οικονομικών ζωνών Αιγύπτου και Κύπρου. Η θέση αυτή έχει κατατεθεί στα
Ηνωμένα Έθνη και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν αντέδρασε επισήμως.
άρα υπάρχει σιωπηρή αποδοχή των θέσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Δεδομένου του γεγονότος ότι η έννοια και τα
δικαιώματα της «υφαλοκρηπίδας» τέθηκαν σε ισχύ από το 1982, με τη
θέσπιση του νέου Δικαίου της Θαλάσσης, καθίσταται σαφές ότι στο
στάδιο της κατάρτισης των Συνθηκών Εγκαθιδρύσεως, δηλαδή το 1960, δεν
μπορούσε να είχε γίνει πρόνοια για υφαλοκρηπίδα ή για οικονομική
ζώνη. Η υφαλοκρηπίδα παραχωρείται βάσει του Δικαίου της Θαλάσσης, το
οποίο ισχύει από το 1982 και εντεύθεν, σε όσους αναγνωρίζεται ότι
έχουν αιγιαλίτιδα ζώνη, και αιγιαλίτιδα ζώνη μπορούν να έχουν μόνο τα
κράτη.
Πρωτόκολλο Αρ. 3, της Συνθήκης Προσχώρησης της
Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η αναφορά που γίνεται
σ’ αυτό στις Βρετανικές Βάσεις:
Η κατανόηση του ρόλου του Ηνωμένου Βασιλείου σε
σχέση με την αναφορά που γίνεται για τις βρετανικές βάσεις στο
Πρωτόκολλο Αρ. 3 στη Συνθήκη Προσχώρησης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή
Ένωση, σύμφωνα με τον αρμόδιο υπουργό, παραπέμπει στο 1973, όταν το
Ηνωμένο Βασίλειο είχε ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποφασίζοντας ότι
το συγκεκριμένο έδαφος θα έπρεπε να εξαιρεθεί από το έδαφος της
κοινότητας. Η κυριαρχική αυτή απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου δεν
μπορούσε στο τότε στάδιο να ανατραπεί.
Η θέση που υποστηρίχθηκε από την Κυπριακή
Δημοκρατία στο στάδιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων ήταν ότι,
δεδομένης της πιο πάνω μη αναστρέψιμης κατά το τότε στάδιο,
κατάστασης, οι πολίτες που κατοικούν ή διέρχονται ή εργάζονται στο
έδαφος των βρετανικών βάσεων ως πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας
είναι και πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πρέπει να απολαμβάνουν
των ιδίων δικαιωμάτων που απολαμβάνει οποιοσδήποτε άλλος πολίτης της
Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Κύπρου με την
Ευρωπαϊκή Ένωση βασίσθηκαν στην πιο πάνω θέση, επιδιώχθηκε δε η
εφαρμογή του μεγαλυτέρου δυνατού μέρους του ευρωπαϊκού κεκτημένου
στις περιοχές των βρετανικών βάσεων με την όσο το δυνατό μεγαλύτερη
προστασία και εξασφάλιση δικαιωμάτων για τους πολίτες των βρετανικών
βάσεων, ανεξαρτήτως του ότι, ως έδαφος, οι βρετανικές βάσεις δε θα
αποτελούσαν έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τελικά έχει περιληφθεί στο υπό αναφορά Πρωτόκολλο
μέρος του κεκτημένου το οποίο εφαρμόζεται για τους πολίτες των
βάσεων.
Εκτιμήθηκε τότε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα
μπορούσε να προέβαλλε ενστάσεις, οι οποίες θα περιέπλεκαν τα
πράγματα ως προς την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού σε
περίπτωση που οποιαδήποτε χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης προέβαλλε
αντίδραση έναντι οποιασδήποτε αιτήτριας χώρας, τότε η τελευταία δε θα
είχε καμιά πιθανότητα να ενταχθεί.
Σύμφωνα με τον αρμόδιο Υπουργό, αν ποτέ
αποφασισθεί ότι υπάρχει ανάγκη τροποποίησης του συγκεκριμένου
Πρωτοκόλλου σε σχέση με τη βελτίωση ζητημάτων που αφορούν τα
δικαιώματα των πολιτών των βρετανικών βάσεων, τότε οι διαδικασίες
βάσει ρητής διάταξης σ’ αυτό θα είναι απλούστερες και θα γίνονται με
διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Ηνωμένου
Βασιλείου και της Κυπριακής Δημοκρατίας, χωρίς τη σύμπραξη και
υπογραφή των είκοσι πέντε χωρών μελών.
Τα μέλη των Κοινοβουλευτικών Επιτροπών Εξωτερικών και
Νομικών, αφού άκουσαν τις απόψεις των καθ’ ύλην αρμόδιων αξιωματούχων του
κράτους, του Υπουργού Εξωτερικών και του τέως Γενικού Εισαγγελέα της
Δημοκρατίας, αποφάσισαν όπως αντί έκφρασης κατ’ ιδίαν απόψεων στις
επιτροπές, τοποθετηθούν κατά τη συζήτηση του όλου θέματος στην ολομέλεια
της Βουλής.
9 Ιουνίου 2005
|