Έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Γεωργίας και
Φυσικών Πόρων για τους κανονισμούς που τιτλοφορούνται «Οι περί Μεταλλείων
και Λατομείων (Τροποποιητικοί) Κανονισμοί του 2005»
Παρόντες:
Χρίστος Μαυροκορδάτος, πρόεδρος |
Γεώργιος Τάσου |
Γιώργος Χατζηγεωργίου |
Σοφοκλής Φυττής |
Ντίνος Χατζηνικόλα |
Νεόφυτος Κωνσταντίνου |
Κώστας Κωνσταντίνου |
Γιώργος Βαρνάβα |
Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Γεωργίας και Φυσικών
Πόρων μελέτησε τους πιο πάνω κανονισμούς σε δύο συνεδρίες της, που
πραγματοποιήθηκαν στις 19 Μαΐου και 2 Ιουνίου 2005. Στα πλαίσια της
πρώτης συνεδρίας κλήθηκαν και παρευρέθηκαν ενώπιον της επιτροπής
εκπρόσωποι της Υπηρεσίας Μεταλλείων του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών
Πόρων και Περιβάλλοντος, του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα της
Δημοκρατίας και των αγροτικών οργανώσεων ΠΕΚ και Αγροτική. Αν και
κλήθηκαν, δεν παρευρέθηκαν στη συνεδρία της επιτροπής ο προϊστάμενος της
Υπηρεσίας Μεταλλείων του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και
Περιβάλλοντος και εκπρόσωποι των αγροτικών οργανώσεων ΕΚΑ και
Παναγροτικός Σύνδεσμος.
Με τους υπό αναφορά κανονισμούς, που εκδίδονται
σύμφωνα με το άρθρο 47 του βασικού νόμου περί Ρύθμισης Μεταλλείων και
Λατομείων, σκοπείται η αλλαγή στην έννοια της κατηγορίας Α, Β - προνόμια
λατομείου, διαφοροποιείται η έννοια της εγκατάλειψης μίσθωσης ή προνομίου
λατομείου και αυξάνονται τα τέλη των μισθωμάτων και της υποβολής των
δικαιωμάτων σε προϊόντα λατομικού υλικού που εξάγονται εντός ή εκτός της
Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του Υπουργείου
Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, που συνοδεύει τους υπό αναφορά
κανονισμούς, και σύμφωνα με όσα ανέφερε ενώπιον της επιτροπής εκπρόσωπος
της Υπηρεσίας Μεταλλείων του ίδιου υπουργείου, οι άδειες των λατομείων
διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, την Α και τη Β. Κατηγορίας Α είναι τα
λατομεία που έχουν έκταση πέραν των 20 σκαλών (27 δεκάρια) ή που ολόκληρο
ή μέρος των προϊόντων τους εξάγεται από τη Δημοκρατία. Κατηγορίας Β είναι
αυτά που έχουν έκταση ίση ή μικρότερη των 20 σκαλών και τα προϊόντα τους
παραμένουν στη Δημοκρατία. Η διάκριση των λατομείων στις δύο αυτές
κατηγορίες διαφοροποιεί τα ετήσια μισθώματα που καταβάλλονται με βάση το
Δεύτερο Πίνακα των βασικών κανονισμών περί Μεταλλείων και Λατομείων.
Συγκεκριμένα, για τα Α κατηγορίας λατομεία έκτασης μικρότερης των 100
δεκαρίων καταβάλλεται μίσθωμα £375 ανά έτος και για όσα είναι έκτασης 100
δεκαρίων και άνω £600 ανά ½ τετραγωνικό χιλιόμετρο (500 δεκάρια) ή μέρος
αυτού ανά έτος. Για τα Β κατηγορίας λατομεία καταβάλλεται ετήσιο μίσθωμα
£7 ανά δεκάριο ή μέρος του, ποσό που ανά δεκάριο είναι περισσότερο από
αυτό της κατηγορίας Α, ανάλογα με την έκτασή τους.
Σύμφωνα με την ίδια εισηγητική έκθεση, με την
κατάργηση των δικαιωμάτων εξαγωγών καταργείται στην ουσία η έννοια της
εξαγωγής στις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, επειδή οι πλείστες
των εξαγωγών των λατομικών υλικών προορίζονται για την ευρωπαϊκή αγορά,
διαφοροποιείται η υφιστάμενη ταξινόμηση των αδειών των λατομείων και
εισάγεται ταξινόμηση με βάση περιβαλλοντική κατεύθυνση, που συνάδει με
τον περί Εκτίμησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από Ορισμένα Έργα Νόμο
του 2001 [Ν. 57(Ι)/2001]. Συγκεκριμένα, κατηγορίας Α θεωρούνται τα
λατομεία που έχουν έκταση άνω των 30 δεκαρίων ή που λόγω της επεξεργασίας
των λατομικών υλικών στο χώρο εξόρυξης προκαλείται οχληρία και κατηγορίας
Β αυτά που έχουν έκταση μέχρι και 30 δεκάρια και η επεξεργασία στο χώρο
εξόρυξης είναι αμελητέα (απλή κοσκίνιση). Συναφώς, αναφέρεται ότι για τα
λατομεία υιοθετείται ενιαίο μίσθωμα ανά δεκάριο.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο, τροποποιείται ο
Κανονισμός 33 των βασικών κανονισμών, έτσι ώστε τα αναφερόμενα σε αυτόν
τέλη να ενσωματωθούν στο Δεύτερο Πίνακα των κανονισμών, όπως αυτός
γίνεται εισήγηση να τροποποιηθεί με την αύξηση των τελών και μισθωμάτων
κατά μέσο όρο σε ποσοστό 100%, για να καλυφθούν και τα λειτουργικά έξοδα
της Υπηρεσίας Μεταλλείων, που προκύπτουν από την απασχόληση εναλλάξιμου
προσωπικού σε αυτή, την απασχόληση άλλων δημόσιων λειτουργών με τους
οποίους διαβουλεύεται η Υπηρεσία Μεταλλείων, τις αποσβέσεις του σταθερού
και κινητού εξοπλισμού που χρησιμοποιείται για τη διεκπεραίωση του έργου
της και τα γενικά έξοδα (overheads) του κράτους που προκύπτουν από τη
λειτουργία της.
Σύμφωνα με τους αρμόδιους λειτουργούς, τα συνολικά
ετήσια έξοδα της Υπηρεσίας Μεταλλείων για την παροχή σχετικών αδειών
ανέρχονται στις £540.000 και τα αντίστοιχα έσοδα περιορίζονται στις
£270.000.
Με βάση το ίδιο αιτιολογικό σημείωμα, στο νέο Δεύτερο
Πίνακα εισάγεται, μετά από γνωμοδότηση του Εφόρου Ελέγχου Κρατικών
Ενισχύσεων, η καταβολή από τους κατόχους αδειών λατομείου ή μεταλλείου
αγοραίου ενοικίου κρατικής γης που περιέχεται στις εν λόγω άδειες, το
οποίο αγοραίο ενοίκιο θα εκτιμάται ανά πενταετία από το διευθυντή του
Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Με βάση την ίδια πηγή
πληροφόρησης, μέχρι σήμερα για την κρατική γη καταβάλλεται από τους
κατόχους αδειών λατομείου μόνο σταθερό ετήσιο μίσθωμα ύψους £15 ανά
δεκάριο ή μέρος αυτού, το οποίο και θα καταργηθεί. Αναμένεται ότι λόγω
της νέας αυτής πρόνοιας τα έσοδα από τα μισθώματα κρατικής γης θα
υπερδιπλασιαστούν.
Στους υπό αναφορά κανονισμούς προτείνεται επίσης η
κατάργηση των δικαιωμάτων εξαγωγών του Όγδοου Πίνακα για τα λατομικά
υλικά που προορίζονται για την αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για
αντιστάθμισμα των εσόδων που κατατίθενται στο Πάγιο Ταμείο της
Δημοκρατίας προνοείται η αύξηση του ποσοστού των δικαιωμάτων για τα
λατομικά υλικά που προορίζονται για τρίτες χώρες από ποσοστό 3% στο 5%
της FOB αξίας τους, όπως και η αύξηση του γενικού δικαιώματος που
καταβάλλεται για τα λατομικά υλικά από 15 σεντ ανά τόνο στα 20 σεντ ανά
τόνο, έσοδα από τα οποία το 75% δίδεται στις κοινότητες και το 25%
κατατίθεται στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας. Το δικαίωμα αυτό
επεκτείνεται καθολικά για το τσιμέντο, αφού μέχρι σήμερα καταβάλλεται
μόνο για το τσιμέντο που καταναλώνεται στην κυπριακή αγορά, για να μη
θεωρείται κρατική ενίσχυση η απαλλαγή του εξαγόμενου τσιμέντου.
Με βάση το ίδιο αιτιολογικό σημείωμα, για τα τούβλα
και τα κεραμίδια γίνεται εισήγηση να επιβάλλονται λατομικά δικαιώματα
ύψους 100 σεντ ανά χιλιάδα, για να διευκολυνθεί η αποτελεσματική είσπραξη
των δικαιωμάτων από πολλά μικρά λατομεία αργίλου που τροφοδοτούν τα
τουβλοποιεία και κεραμοποιεία, αφού η κατανάλωση αργίλου ανέρχεται στους
5 τόνους ανά χιλιάδα τεμαχίων. Η τροποποίηση του Όγδοου Πίνακα γίνεται ως
αποτέλεσμα σχετικής γνωμάτευσης από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας,
με βάση την οποία τα δικαιώματα εξαγωγών για τα λατομικά υλικά που
προορίζονται για χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να
καταργηθούν και, μετά από σχετική διαβούλευση με την Αρχή Λιμένων Κύπρου,
ο έλεγχος για την καταβολή των δικαιωμάτων των λατομικών υλικών που
εξέρχονται από τη Δημοκρατία θα επιτυγχάνεται με τη βοήθεια της Αρχής.
Όλοι οι προσκεκλημένοι τάχθηκαν υπέρ της έγκρισης των
υπό αναφορά κανονισμών, όπως αυτοί κατατέθηκαν από την εκτελεστική
εξουσία, ενώ τα κεραμοποιεία Παλαικύθρου “Ο Γίγας” Λτδ με σχετική
επιστολή τους προς την επιτροπή, ημερομηνίας 1ης Ιουνίου 2005, αναφέρουν
ότι το δικαίωμα των 100 σεντ τόσο για τα τούβλα όσο και για τα κεραμίδια
είναι άδικο στην περίπτωση των κεραμιδιών, αφού η ποσότητα αργίλου που
χρειάζεται για την κατασκευή των κεραμιδιών είναι τα 3/5 ή το 60% αυτής
που χρειάζεται για τα τούβλα, γι’ αυτό εισηγούνται τη μείωση των
δικαιωμάτων αυτών στα 60 σεντ ανά χιλιάδα παραγόμενων κεραμιδιών, για να
μην επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό η βιομηχανία αυτή.
Υπό το φως των πιο πάνω, ο πρόεδρος και τα μέλη της
επιτροπής βουλευτές των κοινοβουλευτικών ομάδων ΑΚΕΛ-Αριστερά-Νέες
Δυνάμεις και του Δημοκρατικού Κόμματος, καθώς και του Κινήματος
Σοσιαλδημοκρατών ΕΔΕΚ εισηγούνται στη Βουλή την έγκριση των υπό αναφορά
κανονισμών, αφού μειωθούν τα λατομικά δικαιώματα των παραγόμενων
κεραμιδιών από 100 σεντ στα 60 σεντ, ώστε να αντικατοπτρίζεται η
πραγματική χρήση λατομικού υλικού, επειδή στην περίπτωση των κεραμιδιών η
ποσότητα αργίλου που χρειάζεται για την κατασκευή τους είναι το 60% της
ποσότητας αργίλου που χρειάζεται για την κατασκευή των τούβλων.
Τα μέλη της επιτροπής βουλευτές της κοινοβουλευτικής
ομάδας του Δημοκρατικού Συναγερμού διαφωνούν με την αύξηση των τελών που
προνοούν οι υπό αναφορά κανονισμοί, γιατί θεωρούν ότι οι αυξήσεις αυτές
θα επιβαρύνουν τόσο την οικοδομική βιομηχανία όσο και τους καταναλωτές.
7 Ιουνίου 2005
|