Αρχείο

    

Έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Προσφύγων-Εγκλωβισμένων-Αγνοουμένων-Παθόντων για τους αναπεμφθέντες νόμους που τιτλοφορούνται «Ο περί Παροχής Ίσων Ευκαιριών για την Επαγγελματική Αποκατάσταση των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων (Τροποποιητικός) Νόμοςτου 2005» και «Ο περί Εντάξεως των Παθόντων Έκτακτων και Ωρομίσθιων Υπαλλήλων στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμος του 2005»

Παρόντες:

Αριστοφάνης Γεωργίου, πρόεδρος

Αντιγόνη Παπαδοπούλου

Κώστας Παπακώστας

Γιώργος Βαρνάβα

Κίκης Γιάγκου

Χριστόδουλος Ταραμουντάς

Ανδρέας Παπαπολυβίου

 

Λευτέρης Χριστοφόρου

Μη μέλη της επιτροπής:

Σοφοκλής Φυττής

Αντώνης Χατζηρούσος

Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Προσφύγων-Εγκλωβισμένων-Αγνοουμένων-Παθόντων συνήλθε σε συνεδρία στις 11 Μαΐου 2005 και επανεξέτασε τους πιο πάνω νόμους, που ψήφισε η Βουλή την 21η Απριλίου 2005, έπειτα από αναπομπή τους από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατ’ επίκληση του άρθρου 51.1 του συντάγματος. Στη συνεδρίαση αυτή κλήθηκαν και παρευρέθηκαν ο Υπουργός Οικονομικών και ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας.

Οι λόγοι της αναπομπής, όπως αυτοί αναφέρονται στις σχετικές επιστολές του Προέδρου της Δημοκρατίας προς τον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων με ημερομηνία 5 Μαΐου 2005, συνοψίζονται στα ακόλουθα:

1. Σε σχέση με τον πρώτο αναπεμπόμενο νόμο «Ο περί Παροχής Ίσων Ευκαιριών για την Επαγγελματική Αποκατάσταση των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2005» αναφέρονται τα ακόλουθα:

Ο νόμος αυτός βρίσκεται σε αντίθεση με το άρθρο 28 του συντάγματος παραβιάζοντας την αρχή της ίσης μεταχείρισης που διασφαλίζεται με αυτό, γιατί δημιουργείται δικαίωμα προνομιακής πρόσληψης/απασχόλησης των παθόντων έναντι οποιουδήποτε άλλου υποψηφίου, καθώς και των αναπήρων (παθόντων) έναντι εξαρτώμενων αναπήρων (παθόντων).

Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (2) και (3) του νέου άρθρου 3 του αναπεμπόμενου νόμου, προβλέπεται ότι οι παθόντες θα διορίζονται με βάση ποσοστά σε μόνιμες θέσεις στην εκπαιδευτική υπηρεσία, καθώς και θα απασχολούνται με βάση ποσοστά σε προσωρινή ή έκτακτη ή επί συμβάσει ή σε ωρομίσθια βάση θέση στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη του εδαφίου (4) του πιο πάνω άρθρου, παρέχεται προτεραιότητα για πρόσληψη σε αναπήρους (παθόντες) που είναι υποψήφιοι για συγκεκριμένη θέση έναντι οποιουδήποτε εξαρτώμενου αναπήρου (παθόντος).

2. Σε σχέση με το δεύτερο αναπεμπόμενο νόμο «Ο περί Εντάξεως των Παθόντων Έκτακτων και Ωρομίσθιων Υπαλλήλων στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμος του 2005» αναφέρονται τα ακόλουθα:

α. Ο νόμος βρίσκεται σε αντίθεση με το άρθρο 61 του συντάγματος και με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Ειδικότερα, με τον αναπεμπόμενο νόμο “υφαρπάζεται” η εξουσία της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, διότι η πρόσληψη μόνιμου προσωπικού στη δημόσια υπηρεσία ανάγεται αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της ΕΔΥ. Η διενέργεια διορισμών εκφεύγει της αρμοδιότητας της Βουλής των Αντιπροσώπων και δεν αποτελεί πτυχή της νομοθετικής λειτουργίας.

β. Ο νόμος παραβιάζει την αρχή της ισότητας που διασφαλίζεται στο άρθρο 28 του συντάγματος, γιατί περιορίζει τους διορισθησομένους σε συγκεκριμένα άτομα και αποκλείει κάθε άλλο πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας ο οποίος κατέχει τα προσόντα, με βάση το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, να διαγωνισθεί για διορισμό σε συγκεκριμένες θέσεις και, ως εκ τούτου, στερείται του δικαιώματος να τύχει ίσων ευκαιριών για διορισμό στο δημόσιο, με αποτέλεσμα να αδικείται. Επίσης δημιουργείται άνιση μεταχείριση μεταξύ των έκτακτων και ωρομίσθιων υπαλλήλων που θα μονιμοποιηθούν με βάση το νόμο αυτό και των άλλων ωρομίσθιων υπαλλήλων που κατέχουν τις ίδιες θέσεις και οι οποίοι δε θα μονιμοποιηθούν.

γ. Ο νόμος βρίσκεται σε αντίθεση και ασυμφωνία με το άρθρο 80.2 του συντάγματος, γιατί συνεπάγεται αύξηση των υπό του προϋπολογισμού προβλεπόμενων εξόδων, ειδικότερα:

· Οι ωρομίσθιοι που τυχόν θα καλυφθούν από τις πρόνοιες του αναπεμπόμενου νόμου αμείβονται με διαφορετικές κλίμακες (κατά κανόνα χαμηλότερες) από τις κλίμακες της δημόσιας υπηρεσίας και δεν έχουν όλα τα ωφελήματα τα οποία έχουν οι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως, για παράδειγμα, συνταξιοδοτικά ωφελήματα. Επίσης οι άδειές τους είναι λιγότερες και η δυνατότητα προαγωγής τους υπάρχει σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις.

· Όσον αφορά τους εκτάκτους, παρ’ όλο που, κατά το πλείστον, οι απολαβές και τα άλλα ωφελήματά τους έχουν εξισωθεί με εκείνα των μόνιμων δημόσιων υπαλλήλων, δεν έχουν οποιαδήποτε συνταξιοδοτικά δικαιώματα ούτε δικαίωμα για προαγωγή.

· Ο αναπεμπόμενος νόμος προβλέπει τη δημιουργία θέσεων αναδρομικά από την 1η Ιανουαρίου 2005, γεγονός που, πέρα από τον προβληματισμό ως προς τη νομική δυνατότητα δημιουργίας αναδρομικά θέσεων και σχεδίων υπηρεσίας, οδηγεί, δεδομένων και των πιο πάνω, σε άμεση αύξηση του κρατικού μισθολογίου.

δ. Ο νόμος προβλέπει το διορισμό σε μόνιμες δημόσιες θέσεις προσώπων που υπηρετούν σήμερα ως ωρομίσθιο προσωπικό στη δημόσια υπηρεσία και των οποίων τα καθήκοντα είναι εργατικής/χειρωνακτικής φύσεως. Για το λόγο αυτό εγείρεται το ερώτημα σε ποιες δημόσιες θέσεις θα μπορούσαν τα άτομα αυτά να διοριστούν. Επίσης εγείρεται και το ερώτημα πώς η διοίκηση θα “αντισταθεί” στο αίτημα των υπόλοιπων ωρομίσθιων υπαλλήλων, οι οποίοι κατέχουν τις ίδιες ωρομίσθιες θέσεις, να μετατραπούν και αυτοί σε δημόσιους υπαλλήλους και ποιοι τελικά θα κληθούν να εκτελούν τα χειρωνακτικής φύσεως καθήκοντά τους. Ο ίδιος προβληματισμός ισχύει και σε ό,τι αφορά και εκείνους που απασχολούνται σε έκτακτη βάση.

ε. Ο πίνακας των δικαιούχων που προβλέπεται στον αναπεμπόμενο αυτό νόμο και στον οποίο αναφέρονται τα ονόματα των δικαιούχων και τα καθήκοντα που εκτελούν ετοιμάζεται από το διευθυντή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, ενώ οι ενστάσεις σε σχέση με τη συμπερίληψη ή όχι στο σχετικό κατάλογο του πιο πάνω πίνακα εξετάζονται από την ΕΔΥ. Η ΕΔΥ όμως δε θα είναι σε θέση να κρίνει το βάσιμο ή μη βάσιμο των ενστάσεων, δεδομένου ότι πρόκειται και για κατηγορίες απασχολουμένων την ευθύνη της πρόσληψης των οποίων έχουν άλλα αρμόδια όργανα, όπως είναι το Τμήμα Διοίκησης και Προσωπικού και άλλες κυβερνητικές υπηρεσίες.

στ. Η όλη φιλοσοφία του νόμου αυτού παραγνωρίζει την πολυπλοκότητα των μηχανισμών έγκρισης σχεδίων υπηρεσίας, στους οποίους εμπλέκεται, μεταξύ άλλων, και η ΠΑΣΥΔΥ.

ζ. Ο νόμος, επειδή βρίσκεται σε αντίθεση και ασυμφωνία προς τα άρθρα 28, 61 και 80.2 του συντάγματος, βρίσκεται σε αντίθεση και ασυμφωνία και προς το άρθρο 179 του συντάγματος.

Στο στάδιο της εξέτασης των αναπεμπόμενων νόμων ενώπιον της επιτροπής ο Υπουργός Οικονομικών, αφού τόνισε ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας σωστά ανέπεμψε και τους δύο αυτούς νόμους, αναφέρθηκε στα συγκεκριμένα άρθρα του συντάγματος τα οποία παραβιάζονται από τις διατάξεις των νόμων αυτών. Στη συνέχεια, ο ίδιος Υπουργός δήλωσε ενώπιον της επιτροπής ότι η κυβέρνηση πάντοτε επεδείκνυε ευαισθησία και ενδιαφέρον για τους παθόντες και γι’ αυτό, όπως επισήμανε και ο ίδιος, ενεργώντας στα πλαίσια των οικονομικών δυνατοτήτων της, ενέκρινε κατά καιρούς την παροχή διάφορων επιδομάτων/βοηθημάτων και ειδικών συντάξεων, καθώς και τις αντίστοιχες αυξήσεις τους.

Ειδικότερα, ο Υπουργός Οικονομικών κατέθεσε τα εξής αναφορικά με την οικονομική στήριξη των παθόντων:

· Το Υπουργικό Συμβούλιο, με την απόφασή του ημερομηνίας 5 Μαΐου 2004 και με αριθμό 60.174, ενέκρινε την παροχή αυξήσεων ύψους £550.000 στις συντάξεις των εξαρτωμένων, των πεσόντων και αγνοουμένων ως ακολούθως:

α. Αύξηση κατά 5% επί του υφιστάμενου ποσού της μηνιαίας ειδικής σύνταξης που παρέχεται στις “χήρες πεσόντων και στις συζύγους αγνοουμένων”.

β. Αύξηση κατά 15% επί του υφιστάμενου ποσού της μηνιαίας ειδικής σύνταξης που παρέχεται στις “χήρες αποβιωσάντων αναπήρων”.

γ. Αύξηση κατά 15% επί του υφιστάμενου ποσού της μηνιαίας ειδικής σύνταξης που παρέχεται στα “πλήρως εξαρτώμενα τέκνα” πεσόντων και αγνοουμένων.

δ. Αύξηση κατά 5% επί του υφιστάμενου ποσού της ειδικής σύνταξης που παρέχεται στα “μοναδικά πλήρως εξαρτώμενα” τέκνα πεσόντων και αγνοουμένων.

ε. Αύξηση κατά 15% επί του υφιστάμενου ποσού της ειδικής σύνταξης που παρέχεται στους “κυρίως εξαρτώμενους γονείς” πεσόντων και αγνοουμένων.

στ. Αύξηση κατά 10% επί του υφιστάμενου ποσού της ειδικής σύνταξης που παρέχεται στους “πλήρως εξαρτώμενους γονείς” πεσόντων και αγνοουμένων.

ζ. Αύξηση κατά 5% επί του υφιστάμενου ποσού της ειδικής σύνταξης που παρέχεται στους “μοναδικούς πλήρως εξαρτώμενους” γονείς πεσόντων και αγνοουμένων.

η. Αύξηση κατά 5% επί του υφιστάμενου ποσού του χορηγήματος που παρέχεται σε “χήρες και συζύγους πεσόντων και αγνοουμένων”.

θ. Αύξηση κατά 5% επί του υφιστάμενου ποσού του χορηγήματος βαριάς αναπηρίας.

· Επίσης το Υπουργικό Συμβούλιο, με την απόφασή του ημερομηνίας 16 Νοεμβρίου 2004 και με αριθμό 61.143, ενέκρινε πρόσθετες αυξήσεις της τάξης του 10% για τις ειδικές μηνιαίες συντάξεις των αναπήρων και των συζύγων τους, με συνολική δαπάνη ύψους £302.000.

· Το Υπουργικό Συμβούλιο, με άλλη απόφασή του, ημερομηνίας 16 Νοεμβρίου 2004 και με αριθμό 61.142, ενέκρινε την παραχώρηση “κατά χάριν” οικονομικής βοήθειας μέχρι £9.000 σε ανάπηρους παθόντες των οποίων το ποσοστό αναπηρίας είναι κάτω του 40% που προβλέπει το σχετικό σχέδιο, για αντικατάσταση των αναπηρικών τους αυτοκινήτων, με συνολική δαπάνη μέχρι £45.000. Επίσης, το Υπουργικό Συμβούλιο, με την απόφασή του της ίδιας ημερομηνίας με αριθμό 61.144, ενέκρινε το “Αναθεωρημένο Σχέδιο Παροχής Οικονομικής Βοήθειας σε Άτομα με Αναπηρία για Απόκτηση Αυτοκινήτου”.

Τέλος, όπως δήλωσε ενώπιον της επιτροπής ο πιο πάνω Υπουργός, αν εξευρεθεί διέξοδος για επίλυση των νομικών προβλημάτων που παρουσιάζουν οι αναπεμπόμενοι νόμοι και δεν υπάρχουν στρεβλώσεις σε σχέδια υπηρεσίας, η κυβέρνηση ίσως επανεξετάσει θετικά το όλο θέμα της θεσμοθέτησης της επαγγελματικής αποκατάστασης των παθόντων.

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, αφού αναφέρθηκε και αυτός στα συγκεκριμένα άρθρα του συντάγματος που παραβιάζονται από τις διατάξεις των αναπεμπόμενων νόμων, δήλωσε ότι, παρά τις πολλές προσπάθειες που καταβλήθηκαν κατά καιρούς, ώστε να υπερπηδηθούν τα νομικά κωλύματα που υφίστανται όσον αφορά τη θεσμοθέτηση της επαγγελματικής αποκατάστασης των παθόντων, αυτά δυστυχώς συνεχίζουν να παραμένουν αξεπέραστα.

Ειδικότερα, σε σχέση με τον πρώτο αναπεμπόμενο νόμο, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, αφού αναφέρθηκε στην παραβίαση του άρθρου 28 του συντάγματος, που κατοχυρώνει την αρχή της ισότητας, επισήμανε ότι, εάν αυτό δεν τύχει της κατάλληλης τροποποίησης, δε θα εξευρεθεί ο σωστός τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος της επαγγελματικής αποκατάστασης των παθόντων.

Όπως υπενθύμισε ο ίδιος στην επιτροπή, ήδη το Ανώτατο Δικαστήριο σε δύο αποφάσεις του (συγκεκριμένα, στην Αναθεωρητική Έφεση αρ. 3385 Κυπριακή Δημοκρατία v. Ελένη Κωνσταντίνου, καθώς και στην Υπόθεση 896/00 Χαράλαμπος Πίττα v. Κυπριακή Δημοκρατία) απεφάνθη για την αντισυνταγματικότητα της νομοθετικής ρύθμισης της προνομιακής μεταχείρισης των παθόντων, όπως αυτή προβλέπετο σε προγενέστερη νομοθεσία για την επαγγελματική τους αποκατάσταση [Ν.55(Ι)/97 και Ν.100(Ι)/98, άρθρο 3], καθώς και στη νομοθεσία της δημόσιας εκπαιδευτικής υπηρεσίας [Ν.180/87, άρθρο 28Δ].

Όπως ανέφερε επίσης ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, έχουν ήδη υιοθετηθεί οι σχετικές ευρωπαϊκές οδηγίες για τη λήψη θετικών δράσεων από πλευράς του κράτους, ώστε να επιτυγχάνεται πραγματική ισότητα μεταξύ όλων των τάξεων των πολιτών, όπως οι παθόντες. Ειδικότερα, υιοθετήθηκαν θετικές δράσεις για τη διαμόρφωση ενός γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και στην εργασία, καθώς και για την ίση μεταχείριση πολιτών, ανδρών, γυναικών και προσώπων που βρίσκονται σε δυσμενή θέση, ανεξαρτήτως της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής τους. Όμως, όπως επισήμανε ο ίδιος, μέχρι στιγμής δεν έχει κριθεί κατά πόσο το περιεχόμενο των πιο πάνω ευρωπαϊκών οδηγιών θεωρείται συμβατό με το άρθρο 28 του συντάγματος.

Στο παρόν στάδιο όμως, όπως ανέφερε ο ίδιος, υπάρχει ευρύτερος προβληματισμός για την προώθηση οποιασδήποτε τροποποίησης του συντάγματος, γι’ αυτό εξάλλου και δεν προωθείται και η σχετική τροποποίηση του άρθρου 28.

Αναφορικά με το δεύτερο αναπεμπόμενο νόμο, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας επισήμανε ότι υφίστανται αρκετά νομικά προβλήματα, όπως αυτά αναπτύσσονται αναλυτικά στους λόγους της αναπομπής. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον ίδιο, οποιαδήποτε νομοθετική ρύθμιση γίνει, πρέπει να είναι γενική και όχι ειδική ρύθμιση, η οποία να μη δημιουργεί κενά και να μην προσκρούει σε νομικά εμπόδια.

Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Προσφύγων-Εγκλωβισμένων-Αγνοουμένων-Παθόντων, παρ’ όλες τις προσπάθειές της και την έντονη επιθυμία της να βοηθήσει και να στηρίξει τους παθόντες όσον αφορά τη νομοθετική ρύθμιση της επαγγελματικής τους αποκατάστασης, για όλους τους πιο πάνω λόγους, αποφάσισε ομόφωνα, για λόγους καθαρά αντισυνταγματικότητας, να αποδεχτεί τις αναπομπές και των δύο υπό αναφορά νόμων, κρίνοντας ότι δεν υπάρχει άλλη διέξοδος, αφού, ακόμα και αν εμμείνει στις αρχικές της θέσεις, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πιθανό να προχωρήσει στην άσκηση του δικαιώματός του για αναφορά των νόμων αυτών στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Η επιτροπή δηλώνει περαιτέρω ότι θα εξακολουθήσει να μεριμνά και να καταβάλλει προσπάθειες για την επαγγελματική αποκατάσταση των παθόντων σε συνεργασία με την κυβέρνηση, τη Νομική Υπηρεσία, τις οργανώσεις των παθόντων και όλους τους αρμόδιους φορείς.

Με την ευκαιρία αυτή, η επιτροπή επισημαίνει ότι μεταξύ των πιο πάνω προσπαθειών θα μπορούσε να είναι και η εξεύρεση τρόπων για την εφαρμογή από πλευράς της κυβέρνησης των θετικών δράσεων που αφορούν την ευημερία των παθόντων και όλων των κατηγοριών προσώπων που βρίσκονται σε δυσμενή θέση, για την επαναφορά της κοινωνικής ισορροπίας και τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής της αρχής της ισότητας.

Γι’ αυτό, με γνώμονα τα πιο πάνω, η επιτροπή κάνει ξανά έκκληση προς την εκτελεστική εξουσία να τροχοδρομήσει τη λήψη όλων εκείνων των αναγκαίων μέτρων τα οποία θα συμβάλουν στην ολοκληρωμένη αντιμετώπιση του προβλήματος της επαγγελματικής αποκατάστασης των παθόντων, λόγω του έντονου κοινωνικού και ανθρωπιστικού χαρακτήρα που διακρίνει το όλο θέμα.

17 Μαΐου 2005

 

 

 

 

     

    

 
 

     © Copyright 2000.  Η Βουλή των Αντιπροσώπων