Αρχείο

    

Έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Συγκοινωνιών και Έργων για το νομοσχέδιο που τιτλοφορείται «Ο περί της Πρόσβασης στο Επάγγελμα του Οδικού Μεταφορέα (Τροποποιητικός) Νόμος του 2004»

Παρόντες:

Ζαχαρίας Κουλίας, αναπλ. πρόεδρος

Γεώργιος Τάσου

Γιώργος Χατζηγεωργίου

Γιώργος Βαρνάβα

Θάσος Μιχαηλίδης

 

Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Συγκοινωνιών και Έργων εξέτασε το πιο πάνω νομοσχέδιο σε τρεις συνεδρίες της, που πραγματοποιήθηκαν στις 11 Μαΐου 2004 και στις 18 Ιανουαρίου και 12 Απριλίου 2005. Στις συνεδριάσεις αυτές κλήθηκαν και παρευρέθηκαν ενώπιον της επιτροπής εκπρόσωποι του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων (Τμήμα Οδικών Μεταφορών), του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως (αστυνομία), του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και των αυτοκινητιστικών οργανώσεων ΠΕΕΑ, ΣΕΑΚ και ΠΟΒΕΚ.

Σκοπός του υπό αναφορά νομοσχεδίου είναι η τροποποίηση του περί της Πρόσβασης στο Επάγγελμα του Οδικού Μεταφορέα Νόμου [νόμος αρ. 101(Ι) του 2001, όπως τροποποιήθηκε αργότερα], ώστε να περιοριστεί η αδυναμία φυσικού προσώπου να εξασφαλίζει πιστοποίηση για το ότι κατέχει τα εχέγγυα αξιοπιστίας που απαιτούνται από τον εν λόγω νόμο μόνο στις περιπτώσεις που έχει καταδικαστεί από δικαστήριο σε φυλάκιση πέραν των τριών μηνών και για όσο χρόνο καθορίζεται συγκεκριμένα στο νόμο αυτό.

Ειδικότερα, η προτεινόμενη τροποποίηση κρίθηκε αναγκαία για το λόγο ότι η στέρηση του δικαιώματος κάποιου προσώπου να αποκτά ή να κατέχει άδεια οδικού μεταφορέα επηρεάζει δραστικά την εργασία του και, κατά συνέπεια, τις βιοποριστικές του δυνατότητες. Γι’ αυτό μειώνεται το χρονικό διάστημα κατά το οποίο το πρόσωπο αυτό στερείται του δικαιώματός του να ασκεί το επάγγελμα του οδικού μεταφορέα.

Σύμφωνα με τους εκπρόσωπους του Τμήματος Οδικών Μεταφορών, ανάμεσα στις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την απόκτηση άδειας οδικού μεταφορέα εμπορευμάτων ή επιβατών είναι, μεταξύ άλλων, και τα εχέγγυα αξιοπιστίας. Ενώ όμως στη σχετική νομοθεσία για τα ποινικά αδικήματα, με βάση τις πρόνοιες του περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου, προβλέπεται η περίοδος αποκατάστασης όσων έχουν καταδικαστεί, ανάλογα με το αδίκημα που καταδικάστηκαν, το ίδιο δε συμβαίνει για όσους καταδικάστηκαν για τροχαίες παραβάσεις. Συγκεκριμένα, δεν καθορίζονται τα χρονικά πλαίσια μέσα στα οποία πρέπει να έχουν καταδικαστεί οι παραβάτες τροχαίων αδικημάτων, ώστε να μην τους χορηγείται το πιστοποιητικό αξιοπιστίας από τον Αρχηγό Αστυνομίας.

Οι προτεινόμενες με το υπό αναφορά νομοσχέδιο τροποποιήσεις, όπως επισήμαναν οι ίδιοι εκπρόσωποι, στοχεύουν, ως εκ τούτου, στην αντιμετώπιση των πιο πάνω και συγκεκριμένα στο να θεωρείται ότι πληρούνται τα εχέγγυα αξιοπιστίας, έστω και αν κάποιος έχει καταδικαστεί για ορισμένα αδικήματα, αλλά η καταδίκη του δεν ξεπερνά τους τρεις μήνες ή από την καταδίκη έχει παρέλθει το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που προβλέπεται στον πίνακα που περιλαμβάνεται στο εν λόγω νομοσχέδιο. Σύμφωνα με τον πίνακα αυτό, για ποινή φυλάκισης που υπερβαίνει το ένα αλλά όχι τα δύο χρόνια απαιτείται να παρέλθει χρονικό διάστημα πέντε χρόνων, για ποινή φυλάκισης που υπερβαίνει τους έξι μήνες αλλά όχι τον ένα χρόνο απαιτείται να παρέλθει χρονικό διάστημα τεσσάρων χρόνων και, τέλος, για ποινή φυλάκισης που υπερβαίνει τους τρεις αλλά όχι τους έξι μήνες απαιτείται να παρέλθει χρονικό διάστημα δύο χρόνων.

Όλα τα εμπλεκόμενα μέρη εξέφρασαν τη σύμφωνη γνώμη τους με τις τροποποιήσεις που προτείνονται με το εν λόγω νομοσχέδιο.

Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Συγκοινωνιών και Έργων, αφού έλαβε υπόψη όλα όσα κατατέθηκαν ενώπιόν της και αφού προέβη στις αναγκαίες νομοτεχνικές διορθώσεις στο υπό αναφορά νομοσχέδιο, συμφωνεί με τους σκοπούς και τις επιδιώξεις του, γι’ αυτό ομόφωνα εισηγείται στη Βουλή την ψήφισή του σε νόμο, όπως αυτό έχει τελικά διαμορφωθεί και αφού τροποποιηθεί ο τίτλος του, ώστε να τιτλοφορείται «Ο περί της Πρόσβασης στο Επάγγελμα του Οδικού Μεταφορέα (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 2005».

 

19 Απριλίου 2005

 

 

     

    

 
 

     © Copyright 2000.  Η Βουλή των Αντιπροσώπων