Έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παιδείας για τον αναπεμφθέντα
νόμο που τιτλοφορείται «Ο περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και
Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών (Τροποποιητικός) (Αρ.
2) Νόμος του 2004»Παρόντες:
Νίκος Τορναρίτης, πρόεδρος
|
Αντιγόνη Παπαδοπούλου |
Γεώργιος Γεωργίου, εκπροσωπώντας
|
Αθηνά Κυριακίδου |
τον κ. Γεώργιο Τάσου |
Πρόδρομος Προδρόμου |
Τάκης Χατζηγεωργίου |
|
Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Παιδείας συνήλθε στις 30 Νοεμβρίου 2004 και
επανεξέτασε τον πιο πάνω νόμο, ο οποίος ψηφίστηκε από το σώμα στις 4
Νοεμβρίου 2004 και αναπέμφθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στη Βουλή
κατ’ επίκλησιν του άρθρου 51.1 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στη συνεδρίαση αυτή κλήθηκαν και παρευρέθηκαν οι Υπουργοί Παιδείας και
Πολιτισμού και Οικονομικών, υπηρεσιακοί παράγοντες των εν λόγω
υπουργείων, εκπρόσωποι του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα της
Δημοκρατίας, καθώς και εκπρόσωποι της διεύθυνσης του Ανώτερου
Τεχνολογικού Ινστιτούτου (ΑΤΙ) και του Συνδέσμου Αποφοίτων ΑΤΙ.
Οι λόγοι της αναπομπής, όπως αναφέρονται στη σχετική επιστολή του
Προέδρου της Δημοκρατίας προς τον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, με
ημερομηνία 24 Νοεμβρίου 2004, συνοψίζονται στα ακόλουθα:
Επειδή η αναγνώριση τίτλων σπουδών εμπίπτει στην αρμοδιότητα οργάνων
που ασκούν εκτελεστική ή/και διοικητική λειτουργία, όπως το Κυπριακό
Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥΣΑΤΣ), το οποίο αποφασίζει σε
κάθε περίπτωση, κατόπιν δέουσας μελέτης και έρευνας, δυνάμει του άρθρου
61 του συντάγματος, ο αναπεμφθείς νόμος εκφεύγει των ορίων της
νομοθετικής εξουσίας της Βουλής των Αντιπροσώπων και παραβιάζει την
αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Ο αναπεμφθείς νόμος θεσπίστηκε κατά παράβαση του άρθρου 80.2 του
συντάγματος, βάσει πρότασης νόμου που υποβλήθηκε από βουλευτές, και
συνεπάγεται, αν όχι αύξηση των υπό του παρόντος προϋπολογισμού
προβλεπόμενων εξόδων, αυξημένες δαπάνες στο μέλλον.
Η δυνατότητα άσκησης επαγγέλματος, είτε στον ιδιωτικό είτε στο
δημόσιο τομέα, ρυθμίζεται είτε δυνάμει των σχεδίων υπηρεσίας των
διάφορων θέσεων στη δημόσια υπηρεσία είτε δυνάμει ειδικών νομοθεσιών,
βάσει των οποίων ανατίθεται σε άλλα αρμόδια όργανα η αναγνώριση πτυχίων
για σκοπούς άσκησης επαγγέλματος, όπως π.χ. το Επιστημονικό Τεχνικό
Επιμελητήριο Κύπρου (ΕΤΕΚ). Δεν μπορεί π.χ. να υπερφαλαγγιστούν με αυτό
οι σκοποί του περί ΕΤΕΚ Νόμου, που πραγματεύεται και ρυθμίζει την
αναγνώριση πτυχίων για σκοπούς άσκησης επαγγέλματος και να
δημιουργείται έτσι σύγκρουση μεταξύ των δύο νομοθεσιών.
Η ρύθμιση του προβλήματος με τα πτυχία του ΑΤΙ θα πρέπει να
αναζητηθεί μέσω προγραμμάτων συμπλήρωσης πτυχιακών σπουδών είτε από το
Πανεπιστήμιο Κύπρου είτε από πανεπιστήμιο του εξωτερικού είτε από το
Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου, στο νόμο του οποίου έχει συμπεριληφθεί
ειδική πρόνοια γι’ αυτό το σκοπό.
Η προσπάθεια που γίνεται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων για
νομοθετική αναβάθμιση των τίτλων σπουδών του ΑΤΙ, με βάση την επίκληση
της αναγνώρισης των τίτλων σπουδών των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών
Ιδρυμάτων (ΤΕΙ) ως τίτλων σπουδών που προέρχονται μετά από σπουδές
ανώτατης εκπαίδευσης, είναι εσφαλμένη. Τούτο διότι οι τίτλοι σπουδών
των ΤΕΙ αναγνωρίστηκαν, ως πιο πάνω αναφέρεται, όχι για σκοπούς
επαγγελματικής αποκατάστασης, αλλά για σκοπούς ακαδημαϊκούς, πάντοτε με
βάση ένα διαφορετικό νομοθετικό πλαίσιο από το ισχύον στην Κύπρο.
Όπως είναι γνωστό, σκοπός των διατάξεων του αναπεμφθέντος νόμου είναι
να διασφαλιστεί ότι οι τίτλοι σπουδών του ΑΤΙ θα συνεχίσουν να τυγχάνουν
της ίδιας αναγνώρισης με αυτούς των ΤΕΙ Ελλάδας, για σκοπούς εργοδότησης
στη δημόσια υπηρεσία, στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία και στην υπηρεσία
νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου.
Η ψήφιση του νόμου κρίθηκε αναγκαία μετά τη γνωμάτευση του Γραφείου
του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, που έκρινε ακατάλληλη την
προηγούμενη τροποποιητική νομοθεσία, η οποία επιδίωκε τον ίδιο σκοπό,
χωρίς ωστόσο η Βουλή να έχει πρόθεση να υποκαταστήσει τα αρμόδια όργανα
της πολιτείας για την κρίση και αναγνώριση τίτλων σπουδών. Η Βουλή
νομοθετεί με αυτό τον τρόπο, προκειμένου να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα
του καθεστώτος των διπλωμάτων του ΑΤΙ, το οποίο δυστυχώς η πολιτεία δεν
έχει μέχρι στιγμής επιλύσει.
Ο Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού, σε γραπτό υπόμνημά του, που
ανέλυσε ενώπιον της επιτροπής, διευκρίνισε ότι η ακαδημαϊκή και η
επαγγελματική αναγνώριση είναι δύο τελείως διαφορετικά θέματα. Η
ακαδημαϊκή αναγνώριση αποφασίζεται από το καθ’ ύλην αρμόδιο σώμα, που
είναι το ΚΥΣΑΤΣ και το οποίο λειτουργεί με βάση και συνεργάζεται με τα
αντίστοιχα ευρωπαϊκά σώματα σε κάθε χώρα, που είναι γνωστά ως “National
Academic Recognition
and Information
Centers (NARIC)”. Η
επαγγελματική αναγνώριση αποφασίζεται από τα αρμόδια όργανα και σώματα,
τα οποία, βάσει νόμου, έχουν εξουσία να αποδέχονται τίτλους για σκοπούς
εγγραφής και άσκησης συγκεκριμένου επαγγέλματος (π.χ. Επιτροπή
Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, Επιστημονικό
Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου, Ιατρικό Συμβούλιο, κ.ά).
Το συγκεκριμένο θέμα για τους αποφοίτους του ΑΤΙ δημιουργήθηκε με το
Νόμο 219(Ι) του 2002, που δημοσιεύτηκε στις 27 Δεκεμβρίου 2002 και ο
οποίος προνοούσε ότι οι τίτλοι σπουδών των ΤΕΙ που εκδόθηκαν πριν από το
Νόμο 2916 της Ελληνικής Δημοκρατίας “Διάρθρωση της ανώτατης εκπαίδευσης
και ρύθμιση θεμάτων τεχνολογικού τομέα αυτής” τυγχάνουν της ίδιας
μεταχείρισης που τυγχάνουν στην Ελλάδα.
Η Βουλή με το Νόμο 1(Ι) του 2004 τροποποίησε το νόμο του ΚΥΣΑΤΣ με
σκοπό να δοθεί και στους αποφοίτους του ΑΤΙ η ίδια ακαδημαϊκή και
επαγγελματική αναγνώριση με αυτή των ΤΕΙ. Ενώ η πρόθεση της Βουλής
φαίνεται να αποσκοπεί σε ισόνομη αντιμετώπιση του προβλήματος, στην πράξη
αυτό δε φαίνεται να γίνεται εφικτό, όπως εξήγησε και η Νομική Υπηρεσία
στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής σε προηγούμενες συνεδριάσεις.
Σύμφωνα με τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού, ο νέος νόμος που
ψήφισε η Βουλή και έχει αναπέμψει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δημιουργεί
σοβαρά προβλήματα και ως εκ τούτου το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού
επισημαίνει τα εξής:
1. Η ακαδημαϊκή αναγνώριση πρέπει να παραμένει απερίσπαστα στο
αρμόδιο σώμα, που είναι το ΚΥΣΑΤΣ, και οι νομοθετικές ρυθμίσεις να
σκοπεύουν στη σωστή λειτουργία του παρά στην ποδηγέτηση των αποφάσεών
του.
2. Τα θέματα της επαγγελματικής αναγνώρισης πρέπει να τα χειρίζονται
οι αρμόδιοι φορείς, όπως εξάλλου προνοεί και ο νόμος του ΚΥΣΑΤΣ στο
άρθρο 2, “Εισαγωγικές Διατάξεις”.
3. Η ρύθμιση του προβλήματος με τα πτυχία του ΑΤΙ πρέπει να
αναζητηθεί μέσω προγραμμάτων συμπλήρωσης πτυχιακών σπουδών είτε από το
Πανεπιστήμιο Κύπρου είτε από πανεπιστήμια του εξωτερικού είτε από το
Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου, όπου υπάρχει ειδική πρόνοια στο
σχετικό νόμο.
4. Η οποιαδήποτε αναβάθμιση των πτυχίων του ΑΤΙ προϋποθέτει και
οικονομικά οφέλη για τους ενδιαφερόμενους, ειδικά για όσους εργάζονται
στη δημόσια εκπαίδευση, στους ημικρατικούς και άλλους οργανισμούς, αλλά
ακόμη και στον ιδιωτικό τομέα, όπως για παράδειγμα στις τράπεζες.
5. Από δελτίο τύπου του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας προκύπτει ότι
και στην Ελλάδα το Συμβούλιο Επικρατείας ακύρωσε σχετικό προεδρικό
διάταγμα με το οποίο παραχωρούνταν επαγγελματικά δικαιώματα σε
αποφοίτους ΤΕΙ τεχνικών κλάδων.
Για τους πιο πάνω λόγους ο Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού εισηγήθηκε
στη Βουλή να μην επιμείνει στην αρχική της θέση για το θέμα αυτό.
Ο Υπουργός Οικονομικών συμφώνησε με τις θέσεις του Υπουργού Παιδείας
και Πολιτισμού και επανέλαβε ότι αναφορικά με την επαγγελματική
κατοχύρωση των αποφοίτων του ΑΤΙ, όπου στα σχέδια υπηρεσίας θέσεων στη
δημόσια υπηρεσία προβλέπεται ως απαιτούμενο προσόν το δίπλωμα του ΑΤΙ,
συμφωνήθηκε και ισχύει από πέρσι, στα πλαίσια του κρατικού μισθολογίου,
οι απόφοιτοι του τεχνικού κυρίως τομέα του ιδρύματος να υπηρετούν στις
συνδυασμένες κλίμακες Α5-7-8 συν δύο προσαυξήσεις. Δήλωσε επίσης ότι δεν
υπάρχει εκκρεμότητα στα θέματα επαγγελματικής αποκατάστασης των αποφοίτων
του ΑΤΙ.
Οι εκπρόσωποι του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
δήλωσαν στην επιτροπή ότι ο νόμος που αναπέμφθηκε είναι
αντισυνταγματικός, γιατί συνιστά επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στη
σφαίρα αρμοδιότητας του ΚΥΣΑΤΣ και γιατί επιπρόσθετα θα δημιουργήσει
επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού με τις αναβαθμίσεις θέσεων που θα
επέλθουν ως αποτέλεσμα της ψήφισής του. Επιπρόσθετα, οι ίδιοι εκπρόσωποι
τόνισαν ότι ο νόμος που ψήφισε η Βουλή τον περασμένο Γενάρη για το ίδιο
θέμα [Νόμος αρ. 1(Ι) του 2004] ρύθμιζε την ακαδημαϊκή και όχι την
επαγγελματική αξιολόγηση των αποφοίτων των ΤΕΙ.
Οι εκπρόσωποι της διεύθυνσης του ΑΤΙ και του Συνδέσμου Αποφοίτων ΑΤΙ
δήλωσαν ενώπιον της επιτροπής ότι με τον αναπεμφθέντα νόμο οι απόφοιτοι
του ΑΤΙ δεν τίθενται σε ισότιμη μοίρα με τους αποφοίτους των ΤΕΙ και
δημιουργείται ανισότητα μεταξύ των κατόχων των τίτλων αυτών και άδικη
ρύθμιση. Οι ίδιοι πρόσθεσαν ότι μέχρι το 2001 οι τίτλοι σπουδών του ΑΤΙ
αναγνωρίζονταν ως ισότιμοι και αντίστοιχοι με τους τίτλους σπουδών των
ΤΕΙ από την Ελληνική Δημοκρατία. Σύμφωνα με τους ίδιους εκπροσώπους, το
δίπλωμα του ΑΤΙ αναγνωρίζεται επίσης ως αντίστοιχο με τα
BEng Hons και
Bsc Hons στην Αγγλία
και με αντίστοιχα διπλώματα που απονέμονται στη Γερμανία. Επίσης, σύμφωνα
με σχετική ευρωπαϊκή Οδηγία, 89/48/ΕΟΚ, που υιοθέτησε η Κυπριακή
Δημοκρατία με τον περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης και Επαγγελματικών
Προσόντων Νόμο του 2002 [Νόμος αρ. 179(Ι) του 2002], το δίπλωμα του ΑΤΙ
καλύπτεται από τις πιο πάνω ρυθμίσεις. Επίσης, οι ίδιοι πρόσθεσαν ότι η
πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας της Ελλάδας για τους
αποφοίτους των ΤΕΙ δεν αναιρεί την ακαδημαϊκή αναγνώριση, αλλά αφορά
καθαρά επαγγελματικά δικαιώματα.
Στα πλαίσια της εξέτασης του αναπεμφθέντος νόμου, ο πρόεδρος και τα
μέλη της επιτροπής ανέφεραν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
1. Όσα λέχθηκαν στη συνεδρία της επιτροπής ήταν σε όλους γνωστά πριν
από την ψήφιση του αναπεμφθέντος νόμου.
2. Η λύση του προβλήματος των αποφοίτων του ΑΤΙ θα έπρεπε να δοθεί
από το κράτος, μέσω σχετικών ρυθμίσεων, επιδεικνύοντας την ανάλογη
βούληση τόσο για την εκπαιδευτική αναβάθμιση του ΑΤΙ, ενός κρατικού
ιδρύματος που ίδρυσε το ίδιο το κράτος, όσο και για την πλήρη
επαγγελματική κατοχύρωση των αποφοίτων του.
3. Η ισοτιμία στη μεταχείριση των πτυχιούχων του ΑΤΙ με τους
αποφοίτους των ΤΕΙ αποτελεί πράξη τόσο απόδοσης φυσικής δικαιοσύνης όσο
και εναρμόνισης με το κοινοτικό κεκτημένο στον τομέα αυτό.
Υπό το φως των πιο πάνω, ο πρόεδρος και τα μέλη της Κοινοβουλευτικής
Επιτροπής Παιδείας επιφυλάχθηκαν να τοποθετηθούν αναφορικά με την
αναπομπή στην ολομέλεια του σώματος.
2 Δεκεμβρίου 2004